United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι ξέρουν όλους, και τα τριγυρινά τους πράγματα. Άλλο από γειτονιές δεν υπάρχει. Χαράματα σηκώνεται ο άντρας, βουτά μια κομμάτα ψωμί στο κρασί του, και με το δισάκκι και την τσάπα, με το ζώο που θα οργώσει και με το παιδί του, πάει στο χωράφι, στ' αμπέλι ή στο μποστάνι. Σηκώνεται κ' η γυναίκα του και πάει στη βρύση για νερό.

Κι ήρθες στον ήλιο· και το δείλι το φως ανάβρυσε σα βρύση, σα να έφτασες με τον Απρίλη φωλιές οι κλώνοι έχουν γεμίσει, ο κάμπος σαν αυγή χλοΐζει και φέγγει και το κυπαρίσσι, ρόδα σωριάζονται στη δύση, ρόδα κι ο κήπος μου γεμίζει, και δες: στα πόδια σου τ' αφίνω και δες: τριγύρω σου τα χύνω. όχι στην κόμη σου, εκεί πιάνει πιο ωραία του ήλιου το στεφάνι.

Το καλύβι σκουπισμένο, ο σιτοβολώνας απάνω χωρισμένος σε δυο καμαράκια, οι τοίχοι ασβεστωμένοι, τ' αργαλειά κρεμασμένα τριγύρω, το τουφέκι, ο πεζόβολας, τα παραγάδια, ταγκίστρια, όλα στον τόπο τους.... καθετίς εδώ είτανε γλέντι, ως κ' η δουλειά μας.... Αυτό το μικρό χωραφάκι με τις συκιές του, με τις κληματαριές του, και μ' ένα περιβολάκι κοντά στη βρύση, είταν η σερμαγιά μας.

Ακουμπημένος ελαφρά σε λιγερόκορμο δέντρο ξέρω που θα κυττάζη και θα χαίρεται αληθευμένες της ζωγραφικές οπτασίες του. Σε τέτοια δόξα γιατί να τον ταράξη ο πόνος μου ; Γιατί να φυσήξη το παράπονό μου στους κήπους των ιδεών σου ; Γιατί να χύσω δάκρυ μέσα στη βρύση της αλήθειας ; Κύριε, ρίξε μου όλες σου της νύχτες στη μνήμη!

Κομένος τούταν ο ζερβύς ο νώμος που του κράταε πάντα γερά τη σκαλιστή εφτάπετσή του ασπίδα, 107 τον είχε πιάσει και βαρύ λαχάνιασμα, κι' ολούθες 109 τούτρεχε βρύση απ' το κορμί ο ίδρος, μηδ' ανάσα 110 στιγμή δεν είχε, και σωρός πλακώνανε οι λαχτάρες. Και τώρα, Μούσες, πέστε μου, των ουρανών νυφούλες, πώς πρώτα νάπεσε η φωτιά μες στην αρμάδα τάχα.

Έτσι νεράιδα εγίνηκε του Ήλιου η αγάπη, Ο Ήλιος είχε και ταχυά κάποια κρυφήν ελπίδα, Κ' έρχεται, τρέχει 'ςτά βουνά, ψηλά του Απάνου-Κόσμου, Για ναύρη την αγάπη του να της μιλήση πάλι. Κι' όλον τον Κόσμο σαν γυρνά και σαν διαβαίνει ολούθε, Και δεν την βρίσκει πουθενά, ούτε σιμά 'ςτήν βρύση, Καρδοκαμένος ροβολά 'ςτό έρμο του βασίλειο· Κ' η λύπη του σαν σύγνεφο περνά 'ςτό μέτωπό του...

Πως δίχως ύπνο τριγυρνάςτα λόγγο, όλην την νύχτα, Και το ταχύ που βγαίνει αυτός τον καρτεράςτη βρύση Κι' όπ' είν' ανθοί και αμαλαγιές και πέφτεις και κυλιέσαι Σαν την αρνάδατες δροσιές και δίνεις το κορμί σου Κι' ανοίγεις και την αγκαλιάτα χάιδιατα φιλιά του. Μα εγώ το σκάνιο δε φτουρώ. Καρτέρι θα να κάμω.

Σηκώθηκε βιαστικά κι άνοιξε το παράθυρο. Έξω χαμόφεγγε ακόμη. Ο ήλιος βασίλεψε, μα η φεγγοβολή του έβαφε χρυσά και μενεξεδένια τα συγνεφάκια. Η βρύση της αυλής μουρμούριζε συγκρατητό και βαθύ παράπονο. Τ' ανθισμένο αγιόκλημα κ' οι τριανταφυλλιές έχυναν άρωμα δυνατό και του πείραζαν τα νεύρα.

Κόβει το κεφάλι ο Τούρκος, το περιτυλίγει με ξεπαραλυμένο σακκί, κι από σκοινί δεμένο τριγύρω το σφεντονίζει κάτω και κάτω, κατά τη Βρύση πούβγαιναν κάθε βράδυ να νεροκουβαλήσουν οι Χριστιανοπούλες. Το καναβάτσο ξεμπερδεύτηκε και πέταξε στο μισό το δρόμο, το κεφάλι όμως κατρακυλώντας κι αντιχτυπώντας από βράχο σε βράχο έφτασε στον τόπο που ήθελ' ο Τούρκος.

Μονάχος τότε εκίνησα Το δεξί δρόμο πήρα, Να ιδώ, να ιδώ πούθελα βγη, Πούθελα καταντήσει. Και προχωρώντας έφθασα Σε μαρμαρένια βρύση, Κι' αντίκρυ της υψόνονταν Μια χρυσωμένη θύρα.