United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταύτα συνάζοντες τα ξηραίνουσιν εις τον ήλιον, κοπανίζουσι το μέσον του λωτού, όπερ ομοιάζει με μήκωνα, και κατασκευάζουσιν εξ αυτού άρτον τον οποίον ψήνουσιν εις το πυρ. Τρώγεται δε και η ρίζα του λωτού τούτου και είναι αρκετά γλυκεία, στρογγύλη και μεγάλη ως μήλον. Υπάρχουσι δε και άλλα κρίνα όμοια με ρόδα, τα οποία παράγει ο ποταμός.

Αφού αυτός ηυλόγησε τον έρωτά μας, ούτε ο Καίσαρ, ούτε όλαι αι δυνάμεις του Άδου δεν είναι ικαναί να σε αποσπάσουν απ' εμού, ω Λίγειά μου! Αλλ' ιδού ότι τα άστρα τρεμοσβύνουν ήδη, Λίγειά μου, και ο Εωσφόρος λάμπει περισσότερον. Μετ' ολίγον η ηώς θα βάψη με ρόδα τα κύματα της θαλάσσης. Όλα κοιμώνται γύρω μου· μόνος εγώ αγρυπνώ· σε συλλογίζομαι και σε αγαπώ.

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Δεν υπάρχει, λες; Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Για πες μας, που υπάρχει τάχα εκείνη; Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Στους θεούς. Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Πω, πω, πω! ως εδώ φθάνει το κακό;! φέρτε λεκάνη! Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Σαχλέ, γεροφαντασμένε! Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Πούστη συ και ντροπιασμένε, — Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Ρόδα είν' τα λόγια εκείνα! Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Με βρωμόλογα στο στόμα — Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Μ' εστεφάνωσες με κρίνα.

Αλλά πλην αυτής άλλην γυναίκα δεν εγνώριζεν ουδ' ήτο δυνατόν να εύρη εις Αθήνας· καθότι οι απόγονοι του Σόλωνος δεν ήσαν ακόμη ως σήμερον πολιτισμένοι, αι δε μητέρες, οι σύζυγοι, οι αδελφοί και τα άλλα τοιαύτα οχληρά πλάσματα, άτινα περικυκλούσι τας γυναίκας, ως αι άκανθαι τα ρόδα, δεν ημφισβήτουν ακόμη την τιμήν να κρατώσι το κηρίον εις τους ξένους ουδέ αν ναύαρχοι ή διπλωμάται ήσαν.

Και βρήκε τον που με σπουδή στα φυσερά του κύκλω γύρναε δρωμένος, τι έφτιανε ως είκοσι λεβέτια 373 τρίποδα, κι' έβαλε χρυσή στο κάθε πόδι ρόδα, 375 π' αφτόθελα ως μες στων θεών τη συντυχιά να τρέχουν και πάλε μέσα να γυρνούν... πούταν το νου να χάνεις!

Έρριψε μακράν από της κεφαλής της τα ρόδα του νυμφικού της στεφάνου, και τα άφωνα κατ' αρχάς δάκρυά της ηύξησαν μετά μικρόν εις θρήνον γοερόν, Αλλ' ουδείς απήντησεν εις τον θρήνον της, ουδείς ήκουσε τον κλαυθμόν της. Ο γρύλλος εξηκολούθησε τρύζων υπό τα χόρτα, και η αηδών μέλπουσα υπό το φύλλωμα.

Κι αφού πλαγιάσης, το νερόν που έχει εδώ μέσα εις την φιάλην πάρε το· σταις φλέβαις σου αμέσως λήθαργος κρύος θα χυθή· θα παύση ο σφυγμός σου, θα παύση κ' η αναπνοή, και ζέστη δεν θα μένη να φανερόνη ότι ζης· θα μαρανθούν τα ρόδα ‘ς τα μάγουλα, ‘ς τα χείλη σου· κατάχλωμα θα γείνουν· κλειστά και τα παράθυρα θα ήναι των ματιών σου, ωσάν να εσκοτείνιασεν ο Χάρος την ζωήν σου· τα μέλη σου παράλυτα και καταναρκωμένα, ψυχρά, βαρειά κ' αλύγιστα ωσάν νεκρού θα ήναι.

Κι ήρθες στον ήλιο· και το δείλι το φως ανάβρυσε σα βρύση, σα να έφτασες με τον Απρίλη φωλιές οι κλώνοι έχουν γεμίσει, ο κάμπος σαν αυγή χλοΐζει και φέγγει και το κυπαρίσσι, ρόδα σωριάζονται στη δύση, ρόδα κι ο κήπος μου γεμίζει, και δες: στα πόδια σου τ' αφίνω και δες: τριγύρω σου τα χύνω. όχι στην κόμη σου, εκεί πιάνει πιο ωραία του ήλιου το στεφάνι.

Τι τα θαυμάσια εγίνηκαν Κοράσια σας οπ' είχαν Ψυχήν 'σάν φλόγα, χείλη 'Σάν δροσισμένα 'ρόδα, Λαιμόν 'σάν γάλα; 'Στά πλούσια περιβόλια σας Βασιλικός και κρίνοι Ματαίως ανθίζουν· έρημα, Ούτ' ένα χέρι ευρίσκεται Να τα ποτίζη. Τα δάση, τα λαγκάδια σας, Όπου η φωναί αντιβόουν Των κυνηγών, σιωπώσι· Σκύλοι εκεί τώρα αδέσποτοι Μόνον βουίζουν.

Όπως ετούτο το κερί μέσ' στη φωτιά το λειώνω έτσι κι από τον έρωτα να λειώση ευθύς κι ο Δέλφις· κι όπως αυτή τη ρόδα μου γυρίζει η Αφροδίτη έτσι κι αυτός να τριγυρνά στην πόρτα τη 'δική μου. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.