United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το καλοκαιριάτικο μεσημέρι σταλίζουν τα πρόβατα στον ίσκιο του μεγάλου πεύκου, αποσταμένα από το λιοπύρι. Και βράδι-βράδι τα οδηγούν στις στάνες. Σα νυχτώσει, βλέπει ο δραγάτης φωτιές, σαν άστρα στο βουνό. Ώρες ώρες ακούει γαυγίσματα μαντρόσκυλων. Έπεσε να κοιμηθεί το χωριό, και ο δραγάτης όλο φυλάγει, περιδιαβάζοντας στ' αμπέλια και στα περιβόλια, με τ' όπλο στον ώμο.

Τι τα θαυμάσια εγίνηκαν Κοράσια σας οπ' είχαν Ψυχήν 'σάν φλόγα, χείλη 'Σάν δροσισμένα 'ρόδα, Λαιμόν 'σάν γάλα; 'Στά πλούσια περιβόλια σας Βασιλικός και κρίνοι Ματαίως ανθίζουν· έρημα, Ούτ' ένα χέρι ευρίσκεται Να τα ποτίζη. Τα δάση, τα λαγκάδια σας, Όπου η φωναί αντιβόουν Των κυνηγών, σιωπώσι· Σκύλοι εκεί τώρα αδέσποτοι Μόνον βουίζουν.

Ως πενήντα πέντε χρονών άνθρωπος ο κυρ Μαυρουδής. Ανοιχτόκαρδος, πρόσχαρος. Τίποτις δεν τονε χολόσκανε, όλα στο χωρατό συνήθιζε και τα γύριζε. Αγκαλά και τι έννοιες τις είχε! Άλλο τίποτις αμπελοχώραφα και περιβόλια στον κάμπο, όμορφο σπίτι, ένα κοριτσάκι ακόμα πιο όμορφο ό,τι πατούσε τα δεκατρία, και τη γυναίκα του.

Εκεί εις τον ήλιον ήτο μία μεγάλη και παλαιά κατοικία γεωργών, περιτριγυρισμένη από περιβόλια και νερά και σταύλους και ορνιθώνας. Εκεί δε μία πάπια εκάθητο εις την φωλεάν της, και εκλωσούσε τα αυγά της. Αλλ' η πτωχή είχε βαρυνθή πλέον να κάθηται τόσον καιρόν. Δεν ήρχοντο δε και αι συντρόφισαί της να την επισκέπτονται συχνά.

Ένα πρωί ανοιξιάτικο, που η πλάση αλάκερη πεντοβολούσε απ' τις μυρωδιές, μέσα σ' ένα δροσάτο φως, τα περιβόλια κ' οι ακρογιαλιές δεν είδανε τον Πέτρο και τη Μαρία. Ο Πέτρος ήτανε βαρυά πεσμένος στο στρώμα.

Επειδή η ακρογιαλιά είναι καλολίμανη και στολισμένη μεγαλόπρεπα με σπίτια κ' έχει λουτρά συγκρατητά και περιβόλια και δασάκια, άλλα φυσικά κι άλλα φτιασμένα από ανθρώπους· όλα όμορφα για να διασκεδάση κανείς εκεί.

Και όταν έφθασεν ο βεζύρης εις τα περίχωρα της καθέδρας της Ταταρίας, ο Σχαζηνάν ακούοντας τον ερχομόν τούτου από μέρος του αδελφού του, εβγήκεν εις συναπάντησίν του με όλους του τους μεγιστάνας και άρχοντας του παλατίου και εδέχθη τον αυτόν βεζύρην με μεγάλας δεξιώσεις· και όταν έμαθεν ότι ο αδελφός του τον προσκαλεί εις την Ινδίαν μετά πάσης χαράς το εδέχθη· όθεν και διώρισεν ευθύς να στήσουν τας βασιλικάς σκηνάς έξω από την πολιτείαν εις τα λιβάδια και περιβόλια, διά να μείνη ο βεζύρης και τον προσμένη μίαν εβδομάδα, όσον να ετοιμασθή διά το ταξείδιόν του και ευθύς έστειλεν όλα τα χρειαζόμενα εις ανάπαυσιν του βεζύρη και της συντροφίας του.

Μετά δύο ημέρας, περί την δύσιν του ηλίου, ο Σαϊτονικολής επέστρεψε μετά του Μανώλη από τα λειβάδια. Και οι δύο εκράτουν επ' ώμου σκαπάνην ο δε Σαϊτονικολής, δεικνύων προς το υιόν του τα εκατέρωθεν της οδού λιόφυτα και περιβόλια, του έλεγεν εις ποίους ανήκον και ποίαν αξίαν είχον.

Την ιδίαν στιγμήν ήκουσε πολύ πλησίον της, αλλ' έσωθεν του φράκτου, δυνατόν γαύγυσμα σκύλου. Ανωρθώθη, και με ταχύτερον βήμα εξηκολούθησε τον δρόμον της. — «Ποιος να είναιείπε μέσα της. Ηκούσθη τότε μία φωνή βραχνή και νυσταλέα, αλλ' απότομος. — Ε! βάρδ' απ' τα περιβόλια! Ανοιχτά! . . . Ανοιχτά! Ανεγνώρισε την φωνήν του Ταμπουρά, του δραγάτη. Ενόησε τότε τι συνέβαινε.

Είμουν τότες αλλού. Στο παλιό μας το σπίτι. Στην Πόλη. Είμουν και γω σαν τους άλλους. Θα καταλάβουν πως είχα δίκιο. Όλα θα τα καταστρώσω με τη σειρά τους στο χαρτί. Πρέπει πια και κείνοι να κρίνουν ίσια τα πράματα, ίσια και σωστά σαν και μένα. Και τότες θα μ' αφήσουν, και θα πέση το ντουβάρι και θα με βγάλουν όξω, όξω στα ηλιοπερέχυτα τα περιβόλια.