United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν τυχαίνω σε δρόμο, ή θα μου κρατάη μέσα κάθε αναπνοή και κάθε κρίση ο θαμασμός της φύσης ολόγυρα, ή θ' απολύεται ακράτητ' η χαρά κι ο ενθουσιασμός μου σε τραγούδια και σε γελούμενα λόγια.

Κι' όταν κατέβαινε γλυκά ο ύπνος από τάστρα και του γλυκοσφαλούσε τα μάτια, έκανε το σταυρό του κι' αποχαιρετούσε τον φίλο του: «Πολλά είπαμε, Στρατή. Ώρα για ύπνο, καληνύχτα». Έπαιρνε μια βαθειάν αναπνοή κ' έχανε τον κόσμο. Τα κυματάκια τον νανουρίζανε με τα φιλιά τους: «Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα....»

Η Ψυχή προσεποιήθη και αυτή κατ' αρχάς την κοιμωμένην, και η αναπνοή της ηνώθη επί μικρόν προς την ατάραχον πνοήν του Έρωτος· αλλά μετ' ολίγον απέσυρε σιγά σιγά τον τράχηλον της υπό την κεφαλήν του θεού, κατέβη της κλίνης, και βαίνουσα γυμνόπους επ' άκρων δακτύλων έλαβε τον υποκλαπέντα λύχνον από της κρύπτης του· τρέμουσα δε όλη και κρατούσα την αναπνοήν αυτής, αλλά μάτην προσπαθούσα να κρατήση και της καρδίας της τους παλμούς, επλησίασεν εις την κλίνην, όπου νήδυμον και βαθύν εκοιμάτο ύπνον ο νεαρός θεός.

Έτσι καθόμαστε κει μέσα όσο που έπαψε η αναπνοή,..ξαναήρθε...έγινε πιο κρατητή, δυνάμωσε...κ' έπαψε. Τότε ησυχάσανε όλα. Βασίλεψε η σιγή του θανάτου. Σκυμένοι και κλαίοντας ακολουθήσαμε το φτερούγισμα της ψυχής, που έφευγε. Του κρατούσαμε κ' οι δύο τα χέρια και μεμιάς ταφήσαμε να πέσουν παγωμένα απάνω στο σκέπασμα. Έπειτα βγήκε η γυναίκα μου από την κάμαρα και πήγε να ησυχάση.

Μίαν ημέραν, οπότε καθημένη πλησίον του έλεγεν ότι, εκτός της χριστιανικής διδασκαλίας ζωή δεν υπάρχει, εκείνος, αρχίζων να αναλαμβάνη τας δυνάμεις του, ανεσηκώθη επί του υγιούς βραχίονός του, έπειτα αποτόμως έθεσε την κεφαλήν του επί των γονάτων της κόρης και είπε: — Η ζωή είσαι συ! Τότε η αναπνοή εκόπη εις το στήθος της Λιγείας, το λογικόν την εγκατέλειψε και εσκίρτησεν όλη εξ ηδονής.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πώς ελαχάνιασες, και πώς αναπνοήν δεν έχεις, αν σ' έμεινε αναπνοή να ‘πής πως δεν την έχεις; Μ' αυτά που προφασίζεσαι πλειότερα μου λέγεις, παρά εάν μου έλεγες εκείνα που μου κρύπτεις. Καλόν μου φέρνεις ή κακόν; Εις τούτο αποκρίσου. Μιαν λέξιν ‘πέ μου· τα λοιπά κατόπιν μου τα λέγεις. Είναι καλόν; είναι κακόν; — Ειπέ να ησυχάσω. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Μα την αλήθειαν, περίφημα τον εδιάλεξες!

Κι όταν πέθανε αυτό, έσκυψε κείνος αποπάνω μου περσότερο από πριν, άπλωσε τα μελανά φτερά του απάνω από το σπίτι μου και δεν έφυγε πριν αρπάξει από με και τους δικούς μου εκείνη που μας είταν πιο ακριβή απ' όλα στη ζωή, γιατί μας είταν πιο ακριβή από τη ζωή την ίδια. Σηκώθηκα και κοίταξα όξω. Ακροάστηκα την αναπνοή της και δεν μπορούσα να πιστέψω πως είταν ξαπλωμένη εδώ κ' έμελλε να πεθάνη.

Φαινότανε σα να είχε μαζευτεί στην παλιά θέση, σα να το είχε κάμει η φτώχεια κ' η ανάγκη να μικρύνη τόσο. Σταθήκαμε μια στιγμή σιωπηλοί, σα να χρειαζόμαστε να πάρουμε την αναπνοή μας. — Γιώργο, είπε η Έλσα, τι είναι τούτο; Μου έφτασε να δείξω μόνο τις παλιές βελανιδιές, που είταν ολόγυρα. Τα κλαδιά τους είχανε μαύρα σημάδια κ' η φλούδα τους είτανε καψαλισμένη.

Μη μου παραπονεθής έπειτα για ό,τι γίνη. Στρηφογυρνούσε το κορμί με πόνο εκεί που την κρατούσα κ' έπειτα από μια στιγμή έπεσε σε μακρή λιποθυμία. Την ξάπλωσα στον καναπέ κι όλα όσα είπε μου φαινόντανε σαν όνειρο παράλογο. Έστεκα ώρα εκεί και την κοίταζα, όσο που άκουσα πως η αναπνοή της έγινε κανονική και βεβαιώθηκα πως κοιμάται. Τότε της έβαλα ένα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι και τη σκέπασα.

Το άσπρο και χλωμό της χέρι χάιδεψε γλυκά κι' αλαφριά την κρύα πέτρα, σαν κορμί αγαπημένο. — Πώς είσαι κρύος, αγάπη μου, σαν το μάρμαρο! Το αγιάζι της νύκτας σε πάγωσε, καλέ μου... Έσκυψε και ζέστανε την πέτρα με την αναπνοή της.