United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο Ιησούς εμβλέπων εις πολλά πρόσωπα τον επληροφόρησεν, ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ του συνωθισμού της περιεργείας και της επαφής της πίστεως, και όταν τέλος το βλέμμα Του έπεσεν επί την πτωχήν γυναίκα, εκείνη, αισθανθείσα ότι έπταισε ζητούσα να κλέψη την ίασιν την οποίαν Εκείνος ευμενής θα έδιδεν, ήλθεν ενώπιόν Του τρέμουσα, και πεσούσα εις τους πόδας Του είπεν όλην την αλήθειαν.

Η νέα ησθάνθη σκοτοδίνην, εκάθισεν εις το μέσον της οδού, κατεβίβασε τρέμουσα το κάνεον από της κεφαλής της, και προσεπάθει να επίσχη το ρέον αίμα. Ιδόντες το πάθημα οι παίδες ετράπησαν εις φυγήν και ήρχισαν να επιρρίπτωσιν εις αλλήλους την μομφήν του αδικήματος. Εν τούτοις παροδίτης τις εσπλαγχνίσθη την κόρην κλαίουσαν, και ήλθε πλησίον αυτής. — Τι έχεις μικρά; τη είπε.

Ο Σκούντας τον συνέλαβε και αυτός εκ του πώγωνος. Η Αϊμά τρέμουσα εκ του ψύχους, του άλγους και του φόβου, επλησίασε. Νέα αυτή συμφορά ην δεν ηδύνατο ουδέ να εννοήση. Δύο εχθροί. Πάλη τότε τρομερά συνέβη εν τω σκότει μεταξύ των δύο τούτων ανθρώπων. Πάλη θηριώδης και αδιάλλακτος. Σύγχυσις, ταραχή, κραυγαί και κρότος. Η Αϊμά έμεινε με το στόμα ανοικτόν, και δεν ηδύνατο να εννοήση τι συνέβη.

Κ' επρόβαλ' ο Σταυρός με τα ξαπτέρυγα κι' επρόβαλ' ο παπάς με το θυμιατήρι, και πρόβαλαν τέσσαρες νομάτοι μ' ένα λείψανο στον ώμο, και στο πλάγι ο Μιχαήλος ανεμαλλιάρης και λουσμένος εις τα δάκρυα... Αχ! παιδί μου! παιδάκι μου!... Ποιος το ήξευρε να τον εμποδίση!! Εδώ η τρέμουσα φωνή της συνεπνίγη υπό των λυγμών και των κλαυθμών της. Ήτον η πρώτη φορά εκείνην την ημέραν.

Τέλος διά τινων στενωπών ακόμη έφθασαν εις την οικίαν του γαμβρού της. — Γιωργό; λέγει αίφνης η Μιλάχρω τρέμουσα. Γλέπ'ς φέξο; — Δε γλέπω! απήντησεν ο Μπάρμπα Δήμαρχος. Σκότος βαθύ τωόντι εβασίλευεν εις όλα τα παράθυρα της οικίας του Στεφανάκη. — Κοιμούνται τάχα! Εψιθύρισε μετά δειλίας η Μιλάχρω. Ανέβησαν την κλίμακα. Φως ουδέν.

Εκείνη αφυπνώσασα τότε, και τρέμουσα ως ιχθύς εν μέσω εκείνων των αιφνιδίων περιπτύξεων και φιλημάτων, ανεφώνησε με σταυροκοπήματα κινδύνου, παγωμένη. — Θεια-Αννούσα! Η γραία, από γλωσσοδέτην καταληφθείσα τώρα, έμεινεν ακίνητος και άναυδος.

Η λυγερή διετήρησε την θέσιν της εις την γωνίαν άφωνος και ακίνητος, συγκρατούσα την αναπνοήν της εκ του τρόμου. Αλλ' η θύρα του οικίσκου εκινείτο θορυβωδώς εκ των βιαίων λακτισμάτων του Στάθη. Και η Σμάλτω συνήλθε τέλος κ' εγερθείσα ήνοιξε την θύραν, νεύουσα χαμαί την κεφαλήν, φοβουμένη μήπως διακρίνη επί του προσώπου της το σφάλμα ο Στάθης, τρέμουσα όλη, ως το φυλλοκάλαμον.

Εις την αριστεράν γωνίαν, επί τραπέζης, λυχνία μικρά προ του Σωτήρος, εφώτιζε αμυδρώς τα αντικείμενα. Ήτο εκεί, απεναντί του, με τας χείρας τεταμένας ο Εσταυρωμένος, η προσωποποίησις της αιωνίου αγάπης! Δεξιά, επί ανακλίντρου, ο Κλέων διέκρινε κάτι, το οποίον εις την εμφάνισίν του εκινήθη . . Ήτο η σύζυγος. Ηγέρθη μετά κόπου και τρέμουσα εστάθη προ του ιατρού με την κεφαλήν προς το στήθος.

Ναι, εψέλλισε τρέμουσα η Αϊμά. Ο ξένος εδίστασε, και είτα εκίνησε τους ώμους και απεμακρύνθη λέγων·Τι με μέλει εμένα, το κάτω κάτω; Ο Μάχτος συνέλαβεν υποψίαν τινά. Αλλ' απείχε πόρρω του να φαντασθή τι είχε συμβή. — Τι τρέχει, Αϊμά; Τι σου έλεγε; — Τίποτε, είπεν η Αϊμά. Ο Μάχτος δεν επέμεινεν.

Αύτη μη δυναμένη να σταθή ορθία, είχε ριφθή με το σώμα επικάρσιον παρά την γωνίαν, και εκάθητο τρέμουσα εις την άκρην. Ο Σκούντας ίστατο ως προστάτης ενώπιον αυτής. Παρ' αυτόν ίσταντο ο Τρανταχτής και ο Κατούνας, είτα εφεξής ο Πρωτόγυφτος, ο Βούγκος και ο Μάχτος. Οι τρεις ένοπλοι άνδρες εζήτησαν ν' αποσπάσωσι την Αϊμάν από της κόγχης, εν η έκειτο. Αλλ' ο Σκούντας επεχείρησε ν' αντιστή.