Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Η Ιωάννα συνεσφίγγετο τρέμουσα εις τα στήθη του συντρόφου της, και αυτός δε ο όνος έτεινεν ανησύχως τα ώτα, προχωρών μετά περισκέψεως και δειλίας ως στρατιώτης του Πάπα εις το πυρ των μαχών.

Με όλον τον φόβον, και την αγωνίαν, και την αμβλύτητα της διανοίας, ήτις, κατά την ιδίαν ομολογίαν των, ήτο τόσον βραδεία εις το συνιέναι, επέλαμψεν επ' αυτούς τότε η τρέμουσα και αμυδρά ελπίς, ήτις έμελλε ταχέως να γείνη ακλόνητος πεποίθησις, ότι ο Ιησούς όντως ηγέρθη εκ νεκρών.

Ο παπά-Σταμέλος, τυλιγμένος ως τον λαιμόν εις το ράσον του, με το κωνοειδές καλυμμαύχι του, κατεβασμένον ως τα φρύδια και τα πτερύγια των ώτων, εκστατικός, φοβισμένος, επερίμενε καθήμενος παρά την πρύμναν. Οι έξ κωπηλάται, όλοι Γραικοί εκ των αγημάτων, ύψωσαν τας κώπας. Η Λελούδα, ωχρά, τρέμουσα, λιπόθυμος και σχεδόν νεκρά, και ζώσα ως εν ονείρω, επεβιβάσθη, υποβασταζόμενη από τον Κουμπήν.

— Κ' εκεί οπού εξήρχετο η γραία — η νεάνις είχεν ήδη εξέλθειακούει βοήν, ως φωνήν ανθρώπου κεκρυμμένου εις βάθος. — Να φύγης από τα σπίτι γλήγορα. Η γραία κατ' αρχάς ενόμισεν ότι έτριξεν η μονόφυλλος παμπάλαιος θύρα, κλεισμένη, αλλ' η βοή επανελήφθη ευθύς: — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα! Η γραία άφησε την θύραν ανοικτήν πάραυτα, και απεσύρθη κάτωχρος, τρέμουσα, παραπαίουσα.

Μίαν φοράν εν τη μεγάλη αυτού ορμή συμπαρέσυρε και το σταμνίον από του οποίου έτρεξε το νερόν εις αύλακα μέχρι του λευκού όγκου όστις εκινήθη παραμερίσας. Η Μάρω, ήτις προσείχεν εκεί, ωπισθοδρόμησεν ιδούσα την κίνησιν εκείνην, τρέμουσα ως το φυλλοκάλαμον. — Ο Γιάννος, ο Γιάννος! έψιθύρισε φρικιώσα.

Και όμως, ενώ με αγαπούσε τόσον, μ' έρριψεν εις τον κρημνόν διά να με φονεύση. — Εκείνος; — Εκείνος ο ίδιος, είπε τρέμουσα η Αϊμά και συσπώσα τους βραχίονας. Τα χείλη της δε είχον καταστή ωχρά. Οι οφθαλμοί της είχον στυλωθή εις αόρατόν τι φάσμα, ιστάμενον ενώπιόν της. — Σ' έρριψε λοιπόν από τον κρημνόν; επανέλαβεν η Σιξτίνα. — Μ' έρριψε διά να με φονεύση. Αλλ' έπεσα εις τον ποταμόν, και πάγωσα.

Ίσως και πάλιν, από την μεγάλην επίδρασιν της μνήμης, λάβω κατά τι συνείδησιν της καταστάσεώς μου. Αισθάνομαι ότι δεν σηκώνομαι από τον συνήθη μου ύπνον. Ενθυμούμαι ότι υπόκειμαι εις την καταληψίαν, και τότε τέλος, όπως τα κύματα του ωκεανού, η τρέμουσα ψυχή μου καταβυθίζεται εξ αιτίας της φρίκης του κινδύνου, εξ αιτίας της σκελετώδους αλλά παντοδυνάμου ιδέας μου.

Η φοβερά ταραχή με έκαμε να χάσω το κρασί, και να καταλάβω το σφάλμα που έκαμα, όμως αργά· και λέγω της βασιλοπούλας, τι δηλοί αυτός ο σεισμός και οι βροντές; Αυτή όλη τρέμουσα χωρίς να στοχασθή τον κίνδυνον εις τον οποίον ευρίσκετο, αλλοίμονον εις εσέ, μου λέγει, γρήγορα φεύγα, διότι είνε χαμένη η ζωή σου εις ταύτην την στιγμήν.

Δεν ήθελα να την αυξήσω εκφράζων τους φόβους μου, αλλ' ήμην και εγώ ανήσυχος, και οι άλλοι επίσης.― Τι έγεινε ; Πώς αργεί ; Μη έπαθε τίποτε; Τοιαύται αντηλλάσσοντο φράσεις. Εκεί, αίφνης, ανοίγεται η θύρα και παρουσιάζεται η Ανδριάνα κάτωχρος, τρέμουσα, με την κόμην λυτήν, σχισμένα τα φορέματα και ανοικτά, τα στήθη αιματωμένα.....

Αλλ' υπό το φίλημα εκείνο η αιδημοσύνη της κόρης εξανέστη με τοιαύτην ορμήν, ώστε κατώρθωσε να εξολισθήση εκ της περιπτύξεως του μαινομένου εφήβου και με κίνημα ταχύ ερρίφθη έξω του τελάρου· πνευστιώσα δε και τρέμουσα του είπε: — Μανώλη, καταλάγιασε, γιατί θα φύγω να σαφήσω μοναχό στο σπίτι.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν