United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η συνδιάλεξις διεκόπτετο ανά πάσαν στιγμήν και η σιγή επλανάτο βαθεία και πλήρης παρακρούσεων. Άμα ενύκτωσεν, η θύρα του προθαλάμου ήνοιξε και άνθρωπος με πρόσωπον μελαψόν και ισχνόν εφάνη. Η Λίγεια ανεγνώρισεν, επειδή τον είχεν ιδεί εις της Πομπωνίας, τον Ατακίνον, ένα απελεύθερον του Βινικίου. Η Ακτή εξέβαλε κραυγήν.

Αλλ' όμως εις την σύγχυσιν εκείνην των ιδεών υπερίσχυσε το διδασκαλικόν έμφυτον και καθίσας ενώπιον της τραπέζης κατέταξεν επ' αυτής τους τρεις τόμους του λεξικού του Γαζή, το συντακτικόν του Ασωπίου και τα άλλα συνήθη του βοηθήματα, ητοίμασε το μελανοδοχείον και το σημειωματάριόν του, ήνοιξε την Ιλιάδα, εύρε την σελίδα της αυρινής παραδόσεως και ήρχισε την μελέτην, σημειών εκάστης λέξεως την ετυμολογίαν, εκάστης φράσεως την σύνταξιν, και εκάστου εξαμέτρου τας ρυθμικάς ιδιοτροπίας.

Ηθέλησε ν' ανάψη φως, αλλά τον εμπόδισα και εξηκολουθήσαμεν εις το σκότος την συνομιλίαν. Ρίγος χαράς τον κατέλαβεν ότε είπα ότι η κόρη του ζη, ότι την είδα εις Τήνον και ότι θα επιστρέψωμεν εκεί ομού. Είπα διά τι ήλθα εις τον Πύργον και εζήτησα την συνδρομήν του. Ηγέρθη αμέσως, ητοιμάσθη εν βία και ήνοιξε την θύραν της καλύβης. Πριν εξέλθωμεν τον εκράτησα της χειρός.

Ούτω άμα ήνοιξε και ο Φρουμέντιος τους οφθαλμούς, ητοιμάσθη να προσφέρη εις την αχάριστον Ιωάνναν την συνήθη δακρύων σπονδήν, αλλά παρά πάσαν προσδοκίαν οι οφθαλμοί του ευρέθησαν ξηροί και να προγευματίση μάλλον ή να κλαύση ησθάνετο όρεξιν μετά πολυήμερον νηστείαν ο καλός Βενεδικτίνος.

Στάσου να τον φωνάξουμε. Και χωρίς να περιμένη την συγκατάθεση της θυγατρός της, η θεια-Συνοδιά κατέβη εις το ισόγειον, ήνοιξε την εξώθυραν του μύλου, και ήρχισε να κράζη δυνατά·Παγώνα! ε! Παγώνα! Ο τραγουδιστής διήρχετο επί όνου καθήμενος, απέναντι του μύλου, επί της ετέρας κατωφερείας του ρεύματος, κατερχόμενος. μονοπάτι φέρον από του δάσους Αραδιά εις τον αιγιαλόν της Κεχρεάς.

Η λεχώνα εκοιμάτο βαθέως, και ούτε ήκουσε τον βήχα και τα κλαύματα. Η γραία ήνοιξε βλοσυρά όμματα, κ' έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και απειλής. — Ε! θα σκάσης; είπε. Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους, Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου.

Ούτε θα το εννοήση, απήντησεν η γρηά, και εγέλασε με καλωσύνην, όταν είδεν, ότι η Φωτεινή ήνοιξε με απορίαν μεγάλα τα μάτια της. Πραγματικώς το γαϊδουράκι, ελαφρό και τώρα, επηδούσεν, όπως πριν! — Σου έχω έτοιμο και κάτι άλλο να πάρης μαζί σου, εξηκολούθησε γελαστή η γρηά, αλλ' αυτό, διά να μη σε ανησυχή εις τον δρόμον, το έκλεισα μέσα εις ένα καρύδι.

Ανέπνεεν ελευθέρως εν τη λιπώδει ατμοσφαίρα της υπερτέρας αγιότητός των. «Η μ ε ί ς ο ί δ α μ ε ν, είχον ειπεί οι Φαρισαίοι, ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστιν». «Ει αμαρτωλός εστιν, απήντησεν ο άνθρωπος, ο υ κ ο ί δ α· έν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω». Τότε ήρχισαν πάλιν την κοπιώδη και ματαιόσχολον εξετασίν των. «Τι εποίησε σοι; πώς ήνοιξέ σου τους οφθαλμούςΑλλ' ο άνθρωπος τους είχε βαρυνθή πλέον. «Είπον ήδη ημίν, και ου προσέχετε.

Κατ' εκείνην την στιγμήν, το καταπέτασμα του Ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω. Σεισμός εκλόνησε την γην και διέρρηξε τους βράχους, και ήνοιξε τα μνημεία των νεκρών.

Είχεν εξέλθει προς εύρεσιν τροφής. Και άλλοτε κατώρθωσε να ποικίλη την πενιχράν δίαιτάν μας συλλέγουσα χόρτα άγρια εις τους πέριξ του χωρίου λόφους. Αλλ' εβράδυνεν ήδη να επιστρέψη. Και η μήτηρ μου, ανησυχούσα, πολλάκις ήνοιξε την θύραν και προέτεινε την κεφαλήν εις την οδόν, να ιδή μη φαίνεται ερχόμενη.