United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατόπιν δε από αυτά πλέον πρέπει αμέσως να τεθή χωρίς φθόνον ο εξής νόμος. Όσοι πολίται αποθάνουν, αφού εκτελέσουν με το σώμα των ή με τας ψυχάς των έργα ένδοξα και κοπιώδη και εφάνησαν ευπειθείς εις τους νόμους, αυτοί πρέπει να απολαύσουν εγκώμια. Πώς όχι;

Μπρούλια τρίγκο. — Μάϊνα κόντρα! Μάϊνα φλέσι! — Μάϊνα γάμπιαις! — Μάϊνα φλόκια! Αι διαταγαί του πλοιάρχου αλλεπάλληλοι αντηχούσαν εν τω κυανώ του Ελλησπόντου όρμω. Ο δρόμος ανακόπτεται και η σκούνα πλήττουσα τα κύματα, ως καλή οικοκυρά εισέρχεται εις τον θάλαμόν της ν' αναπαυθή μετά τόσον κοπιώδη πλουν. — Πόντισον!

ΚΥΝ. Ήθελα κάτι ακόμη να σ' ερωτήσω• πού μένουν αι Μοίραι και πώς κατορθώνουν να επαρκούν εις τόσας φροντίδας και τόσας λεπτομερείας, και μάλιστα αφού είνε μόνον τρεις. Διότι μου φαίνεται ότι ζουν πολύ κοπιώδη και όχι ευτυχή ζωήν, αφού έχουν τόσας δυσκόλους ασχολίας, και αληθώς δύναται και περί αυτών να λεχθή ότι δεν εγεννήθησαν με καλήν μοίραν.

Αλλά μη φοβηθής ούτε να σε αποθαρρύνη το μέγεθος των δυσχερειών με την ιδέαν ότι έχεις να υποφέρης μυρίους κόπους διά να φθάσης εις τον σκοπόν• διότι εγώ δεν θα σε οδηγήσω από δρόμον τραχύν και ορεινόν, εις τον οποίον θα χύσης πολύν ιδρώτα, ώστε να υπάρχη φόβος ότι εις το μέσον θ' αποκάμης και θα γυρίσης• διότι τότε δεν θα διέφερα από τους άλλους οι οποίοι ακολουθούν τον μακρόν εκείνον και ανηφορικόν και κοπιώδη δρόμον, εις τον οποίον οι περισσότεροι αποκάμνουν και απελπίζονται.

Ανέπνεεν ελευθέρως εν τη λιπώδει ατμοσφαίρα της υπερτέρας αγιότητός των. «Η μ ε ί ς ο ί δ α μ ε ν, είχον ειπεί οι Φαρισαίοι, ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστιν». «Ει αμαρτωλός εστιν, απήντησεν ο άνθρωπος, ο υ κ ο ί δ α· έν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω». Τότε ήρχισαν πάλιν την κοπιώδη και ματαιόσχολον εξετασίν των. «Τι εποίησε σοι; πώς ήνοιξέ σου τους οφθαλμούςΑλλ' ο άνθρωπος τους είχε βαρυνθή πλέον. «Είπον ήδη ημίν, και ου προσέχετε.

Και εκείνος μεν, εκατομμυριούχος χρηματιστής, από μακρού ήδη τραχυνθείς την καρδίαν εκ των συγκινήσεων της υψώσεως και του εκπεσμού, δυσθύμως μάλλον προσέβλεπε τας θορυβώδεις εκείνας και προστύχους, ως τας απεκάλει, οικογενειακάς πανηγύρεις, αίτινες ετάραττον την εσπέραν ου μόνον την κοπιώδη συνήθως χώνευσίν του, αλλά και πάσαν την ηρεμίαν των οικονομικών αυτού υπολογισμών.

Η Μάρω, μετά κοπιώδη και αδιάκοπον πορείαν, διά στενών και ανηλίων δρομίσκων, εν μέσω βάτων και αγριακανθών, έφθασε τέλος και εις την θείαν της. — Πώς ήρθες, Μάρω μου; την ηρώτησεν αύτη έκπληκτος· πώς ήρθες, πεδώ κόκορας δε λαλεί, κόττα δεν καρκαριέται; — Ήρθα να ιδώ το Γιάννο. — Το Γιάννο! ο Γιάννος δεν εφάνηκ' εδώ. Η Μάρω έμεινεν άφωνος, ακίνητος εις την θέσιν της ως απολιθωθείσα.