United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί εις τον ήλιον ήτο μία μεγάλη και παλαιά κατοικία γεωργών, περιτριγυρισμένη από περιβόλια και νερά και σταύλους και ορνιθώνας. Εκεί δε μία πάπια εκάθητο εις την φωλεάν της, και εκλωσούσε τα αυγά της. Αλλ' η πτωχή είχε βαρυνθή πλέον να κάθηται τόσον καιρόν. Δεν ήρχοντο δε και αι συντρόφισαί της να την επισκέπτονται συχνά.

Κ' η μικρά κόρη τα ησθάνετο, και τα επόθει και τα εχαρακτήριζε με αγγελικόν αίσθημα, ως τραγούδια του Θεού. Έκτοτε απουσίασα από τας Αθήνας. Όταν τέλος με είχον βαρυνθή κ' εκεί, ετόλμησα μετά τρία έτη να επανέλθω εις την πρωτεύουσαν με την αμυδράν ελπίδα ότι δεν θα εγενόμην και πάλιν βαρετός εις τους φίλους μου.

Αλλ' οι λόγοι του είχον και ιδιαιτέραν προφητικήν έννοιαν και το ξίφος του Τίτου έμελλε να θερίση, μετ' ολίγας ενιαυτών δεκάδας, την γενεάν των θεοκτόνων και τα τέκνα αυτών. Όσον βραχεία και αν ήτο η διατριβή του Ιησού εις την παλαιάν κατοικίαν Του, οι εχθροί Του ηνυπομόνουν να την καταστήσωσιν έτι βραχυτέραν. Εφοβούντο, είχον βαρυνθή τον Κύριον της Ζωής.

Αλλά την επομένην ημέραν η Χρυσόθεμις λησμονούσα την ύβριν, εζήτησε να τον ίδη και τον ωδήγησε πάλιν εις τον οίκον της. Εδείπνησαν εις την οικίαν της και εκείνη ωμολόγησεν ότι από πολλού είχε βαρυνθή τον Πετρώνιον και ότι η καρδία της ήτο ελευθέρα. Επί οκτώ ημέρας έμειναν ομού. Αι σχέσεις των εν τούτοις δεν εφαίνοντο ότι έμελλον να είναι διαρκείς.

Πλειστάκις φαίνεται μαντεύων την ιδέαν την καταβαίνουσαν από του εγκεφάλου εις την άκραν του καλάμου του γράφοντος και προτείνει τον πόδα «ως αν ήθελε να την συλλάβη». Όταν δ' επί τέλους βαρυνθή την ακινησίαν εγείρεται τότε ησύχως, τανύει την ελαστικήν του ράχιν εις σχήμα βυζαντινής αψίδος και αρχίζει ήσυχον περίπατον διά των λεξικών και των μελανοδοχείων.

Εκείνη γνώμην είχε ν' αγοράσουν χωράφια καλά και να φυτεύσουν αμπέλια· ο Δημήτρης έλεγε καλλίτερα ν' ανοίξη οινοπωλείον, ή καφενείον, ή άλλο τι έργον να επιχειρήση, ήσυχον όμως, καθιστικόν, . . . διότι είχε βαρυνθή πλέον την αξίνην, . . . είχε γηράσει . . . ήθελεν ολίγην ανάπαυσιν. — Καπελειό ν' ανοίξης; βέβαια! εφώνησεν οξύ η κυρά Δημήτραινα· για να τώχης μπόλικο και χάρισμα!

Η Χαδούλα είχε βαρυνθή την μονοτονίαν της Σκοτεινής Σπηλιάς, και είχεν αρχίσει ν' αδυνατίζη πολύ από την ανεπαρκή τροφήν. Έλαβεν απόφασιν, άμα φέξη καλά, να πάρη το καλαθάκι της, και να εξέλθη από το άσυλόν της, όπως διευθυνθή προς τον Άγιον Σώστην. Εκεί θα εξωμολογείτο όλα τα «πάθια της». Καιρός μετανοίας πλέον . . . Έφθασαν, έφθασαν, οι χωροφύλακες!

Ανέπνεεν ελευθέρως εν τη λιπώδει ατμοσφαίρα της υπερτέρας αγιότητός των. «Η μ ε ί ς ο ί δ α μ ε ν, είχον ειπεί οι Φαρισαίοι, ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστιν». «Ει αμαρτωλός εστιν, απήντησεν ο άνθρωπος, ο υ κ ο ί δ α· έν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω». Τότε ήρχισαν πάλιν την κοπιώδη και ματαιόσχολον εξετασίν των. «Τι εποίησε σοι; πώς ήνοιξέ σου τους οφθαλμούςΑλλ' ο άνθρωπος τους είχε βαρυνθή πλέον. «Είπον ήδη ημίν, και ου προσέχετε.

Η Κυρία Παρδαλού ωρκίσθη να μην υπάγη πλέον ποτέ εις συναναστροφήν οιανδήποτε. Η σκηνή υπόκειται εν Μαρόκω μετά πεντακόσια έτη. Μέχρι της εποχής εκείνης η Αγγλία θα βαρυνθή βεβαίως να προστατεύη τους μαροκηνούς, και θα τους καταστήση τέλος ελευθέρους συνταγματικούς πολίτας, απαλλάττουσα αυτούς του Σιδί- Μοχαμέτ, ως απήλλαξεν η Γαλλία τους αλγερινούς του Αβδέλ-Καδέρ.

Αν δεν ήρχισαν όμως ακόμη τα λουτρά, ήρχισαν αι παραστάσεις. Παραστάσεις! θα αναφωνήσης βέβαια. Και εφέτος λοιπόν πάλιν παραστάσεις; Μάλιστα! και εφέτος πάλιν παραστάσεις εις το πείσμα σου, διά να ζηλεύης. Τι τάχα ενόμισες, ότι επειδή πέρυσι και προπέρυσι απέτυχε κάπως το θέατρον του Φαλήρου, ηθέλαμεν αποκάμει εφέτος και βαρυνθή; Διόλου· και ηπατήθης πολύ, αν το ενόμισες.