United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τα πόδια σηκώνονταν όλο και πιο γρήγορα, χτυπούσαν το ένα το άλλο και ταρακουνούσαν τη γη λες και ήθελαν να την βγάλουν από την ακινησία της. «Όπα! ΌπαΚαι το ακορντεόν έπαιζε πιο χαρούμενα και πιο ζωηρά. Φωνές χαράς αντηχούσαν, άγριες σχεδόν, σαν να ζητούσαν από τη μουσική του χορού περισσότερη ζωντάνια, περισσότερη ηδονή. «Ούι! Ούιιι

Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς την αυλή με τρομαγμένα μάτια. «Δεν μπορεί να είναι ο ταχυδρόμος∙ πέρασε ήδη…Τα χτυπήματα αντηχούσαν μέσα στη σιωπηλή αυλή. Έτσι χτυπούσε ο πατέρας της όταν αργούσαν να του ανοίξουν….. Άφησε το γράμμα και έτρεξε κάτω, αλλά όταν έφτασε στην εξώπορτα σταμάτησε για ν’ ακούσει. Η καρδιά της χτυπούσε, σαν να έπεφταν τα χτυπήματα στο στήθος της. «Θεέ μου! Θεέ μου!

Ήδη, ότε ασυνήθης αίγλη ήρχισε να διαυγάζη εν τω αιθέρι, ότε οι ύμνοι των θεών ήρχισαν αύθις να πληρώσι τας ήχους, ότε τα αγάλματα μέλλουσι να επανιδρυθώσι και οι βωμοί να καπνίζωσιν, ήδη η ελπίς σου διεσείσθη και φόβος σε κατέλαβεν; Άνοιξον τους οφθαλμούς και τείνον τα ώτα. Μόλις είχε προφέρει τας τελευταίας λέξεις η Δρυάς, και ο Πλήθων ήκουσε μακρόθεν θεσπεσίαν αοιδήν αντηχούσαν.

Εκείνο το τρέμουλο φαίνεται ότι τον ενόχλησε τόσο που σηκώθηκε, ακούμπησε το χέρι του στον ώμο λέγοντας: «Ας βγούμε, πάμε να πάρουμε λίγη δροσιάΠήγαν να δροσιστούν∙ τα βήματά τους αντηχούσαν μέσα στη σιωπή όπως εκείνα της νυχτερινής περιπόλου.

Και τούτο με βασάνιζε, ενώ από το άλλο μέρος τα λόγια της αντηχούσαν ακόμα σταυτιά μου. Ξαναέφερνα στο νου μου όλη τη ζωή, που έζησα με την Έλσα, ό,τι μπορούσα να θυμηθώ κι ό,τι μπορούσε να έχη κάποιο σύνδεσμο μ' αυτή. Κι όταν δεν μπορούσα πια να θυμηθώ άλλο τίποτε, ζητούσα μέσα στο στοχασμό μου εκείνο που μου είταν αδύνατο να βρω.

Ο άντρας της πάντα αμίλητος, πήρε από τα χέρια του φαρμακοποιού το μπουκάλι με το γιατρικό του παιδιού του, κ’ η μάννα με το παιδί εμπρός, κι αποπίσω αυτός τράβηξαν προς την πόρτα κι έφυγαν. Η κουβέντα άναψε στα γερά μέσα, φωνές και γέλοια αντηχούσαν.

Εκείνος έφυγε, αλλά για άλλη μια φορά ακόμη η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και του φάνηκε πως τα χτυπήματα στην εξώπορτα αντηχούσαν μέσα στα σωθικά του. Κεφάλαιο δέκατο έκτο Ήταν η Νοέμι που του άνοιξε. Ο Έφις την είδε να εμφανίζεται μπροστά του, στο γλαυκό φόντο της αυλής, ψηλή ψηλή, λεπτή, με το πρόσωπο χλωμό: η Λία κοριτσάκι, η Λία αναστημένη.

Δούλοι από την Αρμενία, με ζουγραφιστές ομπρέλλες τον σκιάζανε μεταξωτές και σκλάβες απ' τον Τίγρι, με ριπίδια αψηλά, πηγαίναν πλάι και τον ανεμίζαν απαλά. Στην Εγνατία την οδό, τα ροδοπέταλα βροχή. Στεφανωμένοι όλοι με κισσό για την υποδοχή. — Πολλά τα έτη, Αυτοκράτωρ! — — Άβε Τσαίζαρ Ιμπεράτορ! — Τα μάτια βγάζανε φωτιές, εβράχνιαζαν οι λάρυγγες κι' ολούθε αντηχούσαν οι παιάνες και η σάλπιγγες!

Ήσυχοι και γεροί μακάρι να γυρίσουν, Βοηθούς τους Αγίους της Νίκης να γνωρίσουν, Και με καλές αναμνήσεις και αρετή Να γυρίσουν όλοι σπίτια τους γεροί. Χειροκροτήματα και γέλια αντηχούσαν. Όλοι γελούσαν, αλλά ήταν συγκινημένοι.

Και κάθε λίγο απάνω στα πατώματα, στις σκάλες κάτω και παρακάτω στη στενόχωρη αυλή θρήνοι ακούονταν, λυγμοί αντηχούσαν, κορμιά έπεφταν λιπόθυμα, καυτήριο εκυλούσε το δάκρυ. Ο καπετάν Ξυρίχης δεν ημπορούσε να υποφέρη περισσότερο την αμφιβολία του.