United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι καβγάδες τότες τι σημαίνουν και τι μας χρησιμέβουνε; Δυo λογιώτατοι, στην έδρα του ο καθένας, πολεμούν ο ένας με τον άλλονα, ποιος θα νικήση, κι από τη μια έδρα στην άλλη, αψηλά αψηλά στα σύννεφα και μακριά απόπάνω από τα κεφάλια μας, πετούν τα βιβλία που μήτε τα διαβάζει και που μήτε τα είδε ο λαός.

Κι είταν ο κάμπος ξέχειλος νερά παντού χυμένα, 300 παντού νεκροί κι' αρματωσές πανώριες κολυμπούσαν· κι' αφτός τα πήδαε έτσι αψηλά ενώ γραμμή ίσα αντίκρυ κατά το κύμα ρήχνουνταν, μηδέ τον σταματούσε ο αφρισμένος πόταμος, γιατί του Δία η κόρη τούχε βαλμένα δύναμη μες στο κορμί μεγάλη.

Γιατί ως πολύ είτανε αψηλά τα πλοία τραβηγμένα 30 αλάργα απ' το μαβύ γιαλό, τι τράβηξαν στον κάμπο τα πρώτα, κι' έχτισαν τειχί σιμά στ' ακροκαράβια· τι το περγιάλι είταν πλατύ, μα δε μπορούσε κι' όλα ναν τα χωρέσει, κι' ο στρατός πολύ είταν στρυμωγμένος. Για αφτό σκαλιά τ' αράδιασαν, και γιόμισε όλη η άπλα 35 της αμμουδιάς ως πέρα εκεί που φράζανε οι διο άκρες.

Μα εκείνος πρώτα λάβωσε το μαχητή Διοπίτη 420 κατά τον ώμο εκεί αψηλά, με το κοντάρι ορμώντας, κι' έπειτα σκότωσε άλλους διο, τον Έννομο και Θόνα. Κι' άφισε αφτούς και χοίμισε στο Χερσιδάμα πούχε πηδήσει χάμου οχ τ' άλογα, και κάτου απ' την ασπίδα του κάθισε μια κονταριά μες στης κοιλιάς την κόψη· κι' έπεσε εκείνος χάμου εκεί και δάγκασε το χώμα. 425

Κι' αφτούς τους λόγους έλεγε κάθε Αχαιός και Τρώας «Δία πατέρα π' αψηλά ορίζεις απ' την Ίδα, 320 μεγάλε μυριοδόξαστε! όπιος αφτά τα πάθια ανάμεσό μας τάβαλε, ναι κάνε αφτός να πέσει και στ' Άδη τα εφτάβαθα ως μέσα να κατέβει, κι' εμείς ας κάνουμε ξανά όρκους πιστούς αγάπηςΈτσι είπανε.

Και σαν έλεγε τίποτις που άρεζε του λαού και τον παινούσανε, σηκώνοντας αυτός το χέρι του αψηλά τους έκαμνε σημάδι να σωπάσουνε, θέλοντας να πη πως το Θεό να δοξάζουν κι όχι κείνονα. Θέματα έπαιρνε διάφορα για τους λόγους του.

Και νίφτηκε, κι' απ' τη γιριά σαν πήρε το ποτήρι, 305 έτσι είπε και δεήθηκε τηρώντας τα ουράνια «Δία ω πατέρα, π' αψηλά ορίζεις απ' την Ίδα, μεγάλε μυριοδόξαστε! Η χάρη σου ας μου δώκει να με δεχτεί με συμπονιά κι' αγάπη ο Αχιλέας.

Θα μου πης απλή και καθάρια πάντα, μα είναι κι αυτή σαν την απλότητα της καθαρεύουσας. Μήτε ρωμαίικα, μήτε αρχαία, μήτε και φράγκικα. Φουστάνι κομμένο για να φοριέται με κορσέ, και κορσέ δε φορεί η χωριατοπούλα. Τραχηλιά ανοιχτή και μπιμπιλωμένη, σωστής χωριανής τραχηλιά. Τακούνια αψηλά αψηλά, σωστά Παρισιάνικα τακούνια.

Δούλοι από την Αρμενία, με ζουγραφιστές ομπρέλλες τον σκιάζανε μεταξωτές και σκλάβες απ' τον Τίγρι, με ριπίδια αψηλά, πηγαίναν πλάι και τον ανεμίζαν απαλά. Στην Εγνατία την οδό, τα ροδοπέταλα βροχή. Στεφανωμένοι όλοι με κισσό για την υποδοχή. — Πολλά τα έτη, Αυτοκράτωρ! — — Άβε Τσαίζαρ Ιμπεράτορ! — Τα μάτια βγάζανε φωτιές, εβράχνιαζαν οι λάρυγγες κι' ολούθε αντηχούσαν οι παιάνες και η σάλπιγγες!

Και με το νάβαζαν τις καλλίτερες στ' αψηλά, το σφάνταγμά τους από μακριά είταν πάντα λαμπρό. Τη χρωματική ποικιλία την έβλεπες μονάχα απάνω στην καθαυτό ζουγραφιά. Το έδαφος της ζουγραφιάς, είταν πάντα χρυσωμένο ή βαθύ γαλάζιο. Έλειπε ως τόσο από τα ψηφιδωτά εκείνα, καθώς κι από τις κοινές εκκλησιαστικές ζουγραφιές, το λεύτερο το κίνημα, η πεταχτάδα, η αλλαγή.