United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι γονείς του τον τάξανε στον Θεό για να δυναμώση και να γίνη γερός κι' αντρειωμένος, μα ο Τρισκατάρατος είχε βάλει την ουρά του πριν βάλη ο Θεός το χέρι του. Σιγάσιγά τα πόδια του Γιαννάκη αρχίσανε να λιγύζουν, το κορμάκι του να ζαρώνη και με τον καιρό ένα καρβέλι του φάνηκε αποπίσω του κι' άλλο ένα από μπρος του.

ΝΙΚΟΣΌχι, καθόλου. Γύρισε . . . ΔΩΡΑΜε το καλό όμως. Φίλησέ με. Αύριο πάλι. ΝΙΚΟΣΓιατί να σε φιλήσω; Μπορεί να μας ιδή κανένας... ΔΩΡΑΝίκο.. είσαι κακός. Τι θέλεις απομένα; Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι. ΝΙΚΟΣΝάρθης μαζή μου. Να! Δεν θα πάμε μακρυά. Θα πάμε να καθίσωμε εκεί αποπίσω, μέσα στα πυκνά τα δέντρα. Είνε ένας πάγκος εκεί και κανένας δεν περνάει αυτή την ώρα.

Φώναξε τότες ο Αρβανίτης να μη φοβούνται, έδωσαν οι Τούρκοι μερικές σκουντιές αποπίσω, και ξανάρχισαν το διάβα τους πλάγι του στρατοπέδου. Ο χαλασμός, καθώς είδαμε, τελειωμένος τώρα στην Κρήτη.

Κι αποπίσω ένα μισότριβο ζευγάρι χωρικών ο άντρας με κοντοκάπι και πανταλόνια, η γυναίκα με καθαρή, καινούργια Αραχωβίτικη φορεσιά, μ' έναν αέρα μεγάλης ευτυχίας στο πρόσωπό τους και οι δυο. Μπήκαν όλοι μέσα στο μαγαζάκι, τους ακολούθησε κι ο αμαξάς, αφού έσυρε πρώτα τα λαχανιασμένα άλογα του από το δρόμο, στο φαρδύ ίσκιο ενός πλατανιού.

Ήρθα να σ' αποχαιρετίσω. Ήρθα να σε ιδώ μια φορά πριν φύγω. Νάξερες πόσο κακό μούκανε η ιδέα πως μπορούσες να υποθέσης πως σε κυνηγώ, πως τρέχω αποπίσω σου, πως σου γίνομαι φόρτωμα. Όταν με πρωτοείδες εδώ τρόμαξες, ταράχθηκες, αγανάκτησες. Παρεξήγησες το κίνημά μου. Νάξερες τι ήταν αυτή η στιγμή για μένα. ΦΛΕΡΗΣΌχι, Λέλα, ποτέ δεν το υπόθεσα. Ξέρω πόσο είσαι περήφανη.

Δεν ξέρετε, κυρία Λέλα, τι παράξενο κορίτσι που είναι.. Δεν εννοεί να ξεκολλήση από κοντά μου. Τρέχει αποπίσω μου. ΛΕΛΑΘα είναι πια μεγάλη κοπέλλα! Φαντάζομαι πως θα την καμαρώνετε. ΦΛΕΡΗΣΚλείνει τα δεκαπέντε τον Σεπτέμβριο. ΛΕΛΑΤόσο πολύ. Την έλεγα μικρότερη. ΛΕΛΑΔεν ήτανε ανάγκη νάρθη αυτός ο γέρος για να μου θυμίση να φύγω. Δεν είχα κανένα σκοπό να μείνω περισσότερο. Άκουσε, Τάσσο.

&Έτσι-ντο, τσι-ντο, τσι-ντο, Το βελεσάκι σου κοντό...& Εστεκόταν πάλι στον τόπο της. Έδινε μια, επηδούσε σύφωνα με του τραγουδιού το γύρισμα. Έριχτε όλο το κορμί της στα πόδια κάτω. Μια πάλι, αναπηδούσε απάνω. Εκροτάλιζε τα ζίλια. Εστριφογύριζε μια καρτέλα. Έπαιρνε πάλι στριφογυρίζοντας, με ψιλούτσικη, γαργαλιστική φωνή το γοργογύρισμα· &Κι αποπίσω σου μακραίνει, Να μην ήσαι γγαστρωμένη;..&

Τούμπανα και βούκινα χαιρετήσανε τον καινούργιο βασιλιά. Και τώρα μπροστά αυτός και πίσω ο γέρος ο πατέρας του με τα δάκρυα στα μάτια, μπήκανε στη μεγάλη πολιτεία. Χιλιάδες αποπίσω τους ακολουθούσανε.

Ο άντρας της πάντα αμίλητος, πήρε από τα χέρια του φαρμακοποιού το μπουκάλι με το γιατρικό του παιδιού του, κ’ η μάννα με το παιδί εμπρός, κι αποπίσω αυτός τράβηξαν προς την πόρτα κι έφυγαν. Η κουβέντα άναψε στα γερά μέσα, φωνές και γέλοια αντηχούσαν.

Κι' ο πιο έρημος ακόμα, και στου βουνού την κορφή και στη μέση του πελάγου να τον βάλης, κάθε ψυχή, κάθε αγρίμι στου λόγγου τα βαθειά, και το καψαλισμένο δέντρο καταμεσής του κάμπου, βρίσκει τον σύντροφό του. Πολλές φορές έκανε με το νου του τη συλλογή τούτη ο Στρατής το Στοιχειό, όταν άκουγε αποπίσω του τα λόγια του κόσμου. Μα ο κόσμος είνε στραβός, έλεγε. Με ό,τι βλέπει μιλάει.