United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σιωπηλή, σκουρόχρωμη φιγούρα μπροστά στο διάχυτο φως ανάμεσα στο παραθυράκι και στην ντουλάπα, έμοιαζε η ίδια μια μορφή του παρελθόντος που βγήκε από το παλιό νεκροταφείο για να επισκεφτεί το εγκαταλειμμένο σπίτι. Έβαλε πάλι σε τάξη τα παπλώματα και τα πανέρια, έκλεισε, ξανάνοιξε∙ το ντουλάπι έτριζε και έμοιαζε να είναι το μόνο ζωντανό πράγμα μέσα στο σπίτι.

Και δεν είπε τίποτε άλλο μέχρι να έρθουν οι αδελφές της, η ντόνα Έστερ με το δάχτυλο έξω από τον κόμπο που έκανε το σάλι, η Νοέμι χλωμή και σιωπηλή με τα μενεξεδιά της βλέφαρα χαμηλωμένα. Ο Έφις δεν είχε το θάρρος να τις κοιτάξει.

Ό,τι οι Ιουδαίοι επιθυμούσιν, ότι θέλουσι να λάβωσιν, είνε όχι σιωπηλή επίνευσις, αλλ' απόλυτος κύρωσις. Συνοίδασι την ισχύν των. Βλέπουσιν ότι Πραίτωρ ούτος με τας χείρας τας αιμοβαφείς δεν τολμά να μείνη ακλόνητος· γνωρίζουσιν ότι η ρωμαϊκή πολιτική είνε ανεκτική παραχωρήσεων προς τας επιχωρίους δεισιδαιμονίας.

Χωρίς να υπάρχουν ενώπιόν του ούτε πλοία, ούτε ιστία, αλλά μόνον η θάλασσα γαλανή, ευρεία, σιωπηλή, ως μυστηρίου εικών.

Είναι κάτι σαν αντλίες… τέλος πάντων, δεν μπορώ να τις περιγράψω!» Η Νοέμι άκουγε σιωπηλή, χαϊδεύοντας τη ράχη του γάτου που γουργούριζε στην ποδιά της ηδονικά. Άκουγε, αλλά η σκέψη της έτρεχε μακριά. «Ήσασταν στην ύπαιθρο; Λένε πως εκεί όλα είναι ακριβά.

Όταν βλέπης ότι νυκτώνει, τρέμε· δεν παρέρχεται εκάστη νυξ δι' όλους τους ανθρώπους· είνε αδύνατον να μη παραμείνη επί ενός τουλάχιστον μετώπου. Η συμφορά είνε φιλοσοφία σιωπηλή. Βεβαίως δεν βασιλεύει επιτυχώς επί ενός λαού, ο μη βασιλεύων εαυτού.

Την έβλεπα ν' απλόνεται από τ' ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, ακίνητη, σιωπηλή κ' επάσχιζα να μάθω το μυστικό της.

Εις τοιαύτας κρισίμους περιόδους η τάσις προς την ασκητικήν απομόνωσιν καθίσταται ισχυροτάτη. Η σιωπηλή επικοινωνία μετά του Θεού εν τω μέσω των αγρίων σκηνών της φύσεως φαίνεται προτιμοτέρα του ενοχλητικού συμφυρμού μέσα εις μίαν απογοητευμένην κοινωνίαν.

Η Σοφούλα σιωπηλή ίστατο ως απομαρμαρωθείσα. Η δε γραία εξηκολούθει να εκφέρη στεναγμούς και οιμωγάς οδυνηροτέρας της παθούσης ωραίας παρθένου: — Αχ! πάει το κορίτσι! Τώχασα το κορίτσι! Κλαυθμηρώς και διακεκομμένως ως μοιρολόγημα επί νεκρώ προφέρουσα τας συλλαβάς. — Δεν έσπαζα το πόδι μου να μην έλθω; Έλεγε συνεχώς· και τύπτουσα την κεφαλήν της επανελάμβανε: — Η λαχταρισμένη! Η πλαντασμένη!

Εννοείται ότι όλον το ευφρόσυνον τούτο από του ηλίου απαύγασμα καθ' όλην την ημέραν απολαμβάνει η βραχώδης αύτη της νήσου χερσόνησος, ην άνω περιεγράψαμεν, εν τω πόντω σχεδόν άπασα ευρισκομένη και μη αποκρυπτομένη ούτε από της αυλής ούτε από της δύσεως. Αλλ' η ωραία θαλασσινή κώμη είναι σιωπηλή νυν. Οι πυκνοί οικίσκοι καταρρέουσιν εν τη ερημία.