United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' έστειλε εφτύς στους Αίιδες τον κράχτη του το Θότη «Ξεκίνα, Θότη θεϊκέ, τον Αία τρέξε κράξ' τονας έρθουν μάλιστα κι' οι διοπες τους πως κάλια οι διο τους νάρθουν, τι γλήγορα άσκημη θα δούμε εδώ φουρτούνα· 345 τι έτσι οι Λυκιώτες αρχηγοί μας έσφιξαν, που αιώνια μες στις σφαγές σα σίφουνας τα πάντα συνεπαίρνουν.

Η θεία κοι άλλοι ήθελαν να μας κρατήσουν έως το Δεκαπενταύγουστο, να πάμε και στο πανηγύρι της Καλυβιανής. Αλλ' η μητέρα δεν ήθελε να μείνωμε περισσότερο. Έπειτα δεν είχαμε μείνει και λίγο καιρό· αρκετό βάρος, έλεγε η μητέρα μου, εδώκαμε στους συγγενείς μας. Ας έρθουν κιαυτοί να περάσουν, καμπόσον καιρό στο χωριό μας. Η θεια κοι λοιποί ήθελαν να κρατήσουν τουλάχιστον εμένα.

Ο Μόρφος μάλιστα εμισούσε το Ζώη με όλη τη δύναμι της ψυχής του, γιατί κάπου στην ξενητειά μια φορά εφιλονείκησαν για την κοπέλλα κ' επιάστηκαν και ο δυνατώτερος Ζώης έδειρε τον Μόρφο. Τώρα απόφευγε ο ένας τον άλλον για να μην έρθουν στα χέρια και η κοπέλλα ήταν ελεύθερη να διαλέξη από τους δυο. Και η πατινάδες και τα τραγούδια δεν είχαν τελειωμό.

Να κοιμηθής γλυκά-γλυκά γιατ' είσαι αποσταμένος, Και σαν ερθούν ταδέρφια μου τον κόσμου οι αντρειωμένοι, Πέρνεις τα Μήλα τα Χρυσά και φεύγειςτην καλή σου. Κοιμάται. Κ' η Πεντάμορφητα παραθύρια βγαίνει, Παίρνει 'ςτό χέρι αργόχειρο και γλυκοτραγουδάει. Να κι' άξαφνα ξαγνάντεψαν τ' αδέρφια της 'ςτόν κάμπο, Κι' απαρατάει τ' αργόχειρο και πάει και τους προφταίνει.

Μέσα στη συφοριασμένη του ψυχή φύτρωσε η ελπίδα, όπως στην καψάλα το αγριοβότανο. «Πάλε με τον καιρό στη γενιά μας θα έρθουν» είπε. Δίπλα στο μαρμαρένιο παλάτι των γονιών του, ήταν ένα καλύβι ανήλιαγο και καπνισμένο. Καν για τους υπερέτες καν για τους χοίρους ήταν. Εκεί έκατσε ο Γιάννης ο Ευμορφόπουλος με το μεγάλο του στοχασμό.

Ας έρθουν τώρα να σε βρουν οι Τούρκαι έρμο, κρύο, Και ας γλυτώση ο Θεός τα έρμα τα παιδιά σου. Αχ! γιατί ακόμα μια φορά, γιατί να μη 'μπορώ Να σε γλυτώσω ο άμοιρος! Αστέρι μου λαμπρό, Γιατί να σβύση σήμερατα νέφια των οχτρών σου! Γιατί να μη βρεθώ κ' εγώ απόψετων παιδιών σου Την ένδοξη την &έξοδο&, οπού θα να ξυπνήση Απόψε από τον ύπνο της Ανατολή και Δύσι!

Όσες μάννες κι αν είνε, ας έρθουν κι ας ανθίζουν τα φυλλοκάρδια τους. Σαν αστέρια θα φέγγουνε μπροστά στο βαθύ το σκοτάδι που καταχνιάζει το νου μου. Δάσκαλε, γλυκέ μου δάσκαλε, που βλέπω το πονετικό πρόσωπό σου, και πάλε ο σπαραγμός δε μ' αφίνει! Δες τα τά μαύρα μου χάλια, και σύρε να παρακαλέσης το Θεό να στείλη το Χάρο να με γλυτώση. Συνέσ. Ο μεγάλος ο Θεός να σε λυπηθή, κερά Δέσπω.

Κάθισε, θεία Χαδούλα, απόψε, στο κατωγάκι, για να με κάμης να θυμηθώ τα παληά μου βάσανα, θα μου έρθουν, τάχα, σαν όνειρο στον ύπνο μου; — Έτσι τα θυμάται, πλειό, κανείς, παιδάκι μου, είπε με πονηράν αφέλειαν η γραία. Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της. — Αλήθεια! . . . και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικώς η Μαρουσώ. Η οικία ήτο διπλή.

Και κάθου, και σιώπαινε·τον λόγον μ' υποτάξου· Μήπως και όλοι οι θεοί, όσοιτον Όλυμπό 'ναι, Δεν σ' ωφελήσουν παντελώς, σιμά ανίσως έρθουν, Οπόταν βάλ' επάνω σου τ ανίκητά μου χέρια. Έτσ' είπε· κ' εφοβήθηκεν η δοξασμένη Ήρα. Και σιωπώντας κάθησε, σφίγγοντας την καρδιά της.

Και οι δυο το ίδιο πράγμα σκεφτόντουσαν, τη φυγή της Λία, τον ερχομό του Τζατσίντο και έκπληκτες άκουσαν την Γκριζέντα να ψιθυρίζει: «Μα αφού εκείνοι που μένουν στις μεγάλες πόλεις θέλουν να έρθουν εδώ!» Ο κόσμος άρχισε να βγαίνει στην αυλή.