United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γυναίκα τότε με την κλαψάρικη φωνή, μπήκε μέσα, κρατώντας στην αγκαλιά της, τυλιγμένο σ' ένα μαυροκόκκινο παλιό χράμι ένα παιδάκι, που μόλις φαίνουνταν έξω το κατάχλωμο σαν κερί κεφάλι του, με κλεισμένα μάτια.

Οι γέροι μένουν, οι νέοι φεύγουνΑναστέναξε και έσκυψε για να δει και να διορθώσει τα κοράλλια στο στήθος της. Διηγήθηκε για τον καιρό που κι εκείνη πήγαινε στο πανηγύρι με τον άντρα της, την κόρη της και τις καλές της γειτόνισσες. Έπειτα σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε προς το παλιό νεκροταφείο. «Αυτές τις μέρες μου φαίνεται πως βλέπω αναστημένους όλους τους πεθαμένους.

Αυτό θα το ιδούμε, κατεργάρη, του είπε ο Ιησουίτης βαρώνος του Τούντερ-τεν-τρόνκ και συγχρόνως τούδωσε μια δυνατή χτυπιά με το πλατύ μέρος του σπαθιού του πάνω στο πρόσωπο. Ο Αγαθούλης την ίδια στιγμή τραβά το δικό του και το μπήγει ως το μανίκι μέσα στην κοιλιά του βαρώνου Ιησουίτη. — Θεέ μου! είπε, σκότωσα τον παλιό μου κύριο, το φίλο μου, τον κουνιάδο μου!

Εκείνος κουβαλούσε σταφύλια με τα κοφίνια και τα πατούσε, ρίχνοντάς τα στα πατητήρια, κ' έφερνε το μούστο στα βαγένια· εκείνη ετοίμαζε φαΐ για τους τρυγητάδες και τους κερνούσε κρασί παλιό και τρυγούσε από τα κλήματα τα πιο χαμηλά· επειδή στη Λέσβο όλα τα κλήματα είναι χαμηλά κι όχι στηλωμένα, μήτε δράνες· κ' οι κληματόβεργες απλόνουνται χάμω στη γις και σέρνουνται σαν κισσοί· μπορεί να φτάση το σταφύλι και παιδί, που μόλις έχουνε λυθή τα χέρια του από τα σπάργανα.

Και χωρίς να κοιτάξη καλά καλά την περιέργεια, τη βουβαμάρα των στρατιωτών μέσα στο αποκοιμιστικό τραγούδι της φωτιάς, άρχισε να μολογάη την ιστορία του ο λοχίας ο Κώστας Μόσχος, σα να κουβέντιαζε αδελφικά με κάνα παλιό σύντροφό του, ενώ άρχιζαν να τρώνε: — Οχτώ τ' Μαϊού στα γδόντα έξ. Η άνοιξη μας βρήκε αγνάντια από τον Έλυμπο κοντά στην Καρυά, στο σταθμό στο Γουδαμάνι τ' Νεζερού.

Πλέαμε σα σε μαγική τοποθεσία κι ακούγαμε να σπάζουν αλαφρά τα κύματα στα πλευρά της βάρκας. Και χωρίς να πούμε τίποτε, χωρίς να το είχαμε συμφωνήσει από πριν, γύρισα τη βάρκα έτσι ώστε στρήψαμε στους βράχους και βγήκαμε στο ακρογιάλι του άλλου κόλπου. Πιαστήκαμε χέρι με χέρι και τραβήξαμε στον παλιό δρόμο, που έφερνε στον ψηλόν έλατο, που στη φλούδα του είτανε μπηγμένη η σκουριασμένη καρφίτσα.

Στάθηκε ο γέρος μια στιγμή ολόρθος, πάντα τρεμουλιαστός και χλωμός, μα και γελαζούμενος πάντα. «Έγινε τόνειρό μου», είπε «μα όχι όλο· ας βαρέσουν τώρα και τα βιολιά». Κι αρχίζουν αμέσως τα βιολιά τον παλιό το σκοπό, το σκοπό που πάντρεψε τον ίδιο το γέρο, την κόρη του, και τώρα την εγγονή. Είταν η φωτεινότερη στιγμή της ζωής του.

Και μοναχή της να ταξίδευε με τον αγωγιάτη, δεν εκιντύνευε ποτέ. Μα για κάθε κακό ένας δικός της την είχε παραδώκει στην προστασία και στην ευθύνη του νιου τ' αντρόγυνου. Το βράδυ κονέψαμε σ' ένα μοναστήρι παλιό και μεγάλο, κατάστρατα, στην ερημιά. Όσο να φτάκουμ' εδώ, όλο τον κάμπο, που διαβήκαμε, τον εσήκωσα με τα σωστά στο πόδι εγώ με τα τραγούδια και με τα εύθυμα λόγια μου.

Εκείνος κάθισε στον παλιό πάγκο, απέναντι από το Βουνό που έριχνε την βιολετί του σκιά μέσα στην κουζίνα, έβαλε τα μακριά του πόδια το ένα επάνω στο άλλο, σταύρωσε τα μακριά του μπράτσα στο στήθος ψαύοντάς τα με τα λευκά του χέρια.

Αλλοίμονο, επανάλαβε ο Αγαθούλης, θυμούμαι, πως έχω ακούσει να λέη ο διδάσκαλος Παγγλώσης, ότι τον παλιό καιρό παρόμοια γεγονότα έχουνε γίνει και οι τέτοιες μίξεις γεννήσανε τους αιγιπάνες, τους φαύνους, τους σατύρους, που πολλοί μεγάλοι άντρες της αρχαιότητας τους είχανε δει. Μα τα νόμιζα όλ' αυτά παραμύθια.