Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Εάν έκυπτες και παρετήρεις υπό την κατσούλαν της κάπας του, θα έβλεπες κάτωχρον το πρόσωπον του Κομποδήμου το άγριον. — Βρε, παιδιά, λέγει, κακά μαντάτα! Να, άλλα πατήματα δεν βλέπω. Να, κ'ττάξ 'τε και σεις. Τωόντι άλλα ίχνη επί της χιόνος δεν υπήρχον, εκτός ολίγων τινών ακόμη, και παραπέρα ηπλούτο η χιών σιωπηλή, άθικτος.

Αλλ' οι άνθρωποι εκοιμώντο ακόμη και ήτο ησυχία σιωπηλή, ουδέ πνοή ανέμου ετάραττε τας σκέψεις του ποιμένος: — Ο καινούργιος δήμαρχος, καθώς φαίνεται, είνε θεοφοβούμενος άνθρωπος, και θέλει, όλοι μας να γείνωμεν σαν αυτόν. — Κατά το Μαστρογιάννη και τα κοπέλια του. — Να ήξευρα έτσι, θα σούριχνα ένα άσπρο, μα τον Σταυρό!

Όσο η ζεστή σκιά του σπιτιού σκέπαζε την αυλή κι η μυρωδιά του φλόμου έφτανε από τον κάμπο, τόσο πιο έντονα θυμόταν την φυγή της Λία. Να, είναι ένα δειλινό σαν κι αυτό∙ το λευκοπράσινο Βουνό γέρνει πάνω από το σπίτι, όλος ο ουρανός χρυσίζει. Η Λία είναι στις επάνω κάμαρες και πηγαινοέρχεται σιωπηλή.

Μα η Έλσα μου έσπρωξε το χέρι, γιατί είδε πως ο μαλακός μου τρόπος έκρυβε μια παρηγοριά, που την περιφρονούσε. Ήθελε μόνο συμπάθεια. Το πρόσωπό της πήρε σιωπηλή, απλησίαστη έκφραση, σα να είχε υποτάξει όλο της το είναι στη φαντασία, που την κυρίευε και που δεν ήθελε ναφήση να της την ταράξη κανένας.

Οσάκις λοιπόν εμάνθανεν ότι πλοίον τι ενεφανίζετο εις τον λιμένα, έτρεχε πρώτη αυτή ν' αναμένη την έξοδον των ναυτών και του πλοιάρχου, καθημένη σιωπηλή και προς την θάλασσαν πάντοτε βλέπουσα επί τινος εγγύς της άμμου πέτρας. Διά τούτο δεν ημπόρεσε να σωθή από τα σκώμματα των ανθρώπων, τα δε παιδία οσάκις την έβλεπαν, εφώναζον: «Να η θεια Μυγδαλίτσα, το Καράβι».

Η σκοτεινιά της νύκτας, η &Γέφυρα των στεναγμών&, η ωμορφιά της γυναίκας, και ο αέρος του ρωμαντισμού που επλανάτο απάνω στη στενή διώρυγα. Μαύρη, πίσσα ήταν η νύκτα. Το μεγάλο ρολόγι της περίφημης &Πιάτζα& εσήμαινε την 5ην ώραν. Η &Πλατεία του Καμπανέλου& ήταν έρημη και σιωπηλή και τα φώτα του παλαιού παλατιού των Δόγηδων ήσαν σβυστά σχεδόν όλα.

Εκάθητο επί του καταστρώματος, παρά την πρύμνην, με τα γόνατα υψωμένα και τους αγκώνας επί των γονάτων και το μέτωπον εντός των χειρών. Ο πλοίαρχος υπήγε πλησίον της προσπαθών να την ενθαρρύνη, αλλ' έμεινε σιωπηλή και ακίνητος εκείνη, ουδ' ανύψωσε την κεφαλήν.

ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλά γιατί σιωπηλή στέκει; ΗΡΑΚΛΗΣ Γιατί δεν πρέπει ν' ακούσης την φωνή της πριν να γίνουν αι θυσίαι εις τους θεούς του Άδου, πριν περάσουν τρεις ημέρες. Αλλά στο σπίτι πάρε την δίκαιος όπως είσαι, και εις το μέλλον, Άδμητε, να είσαι ευσεβής στους ξένους. Και τώρα χαίρε. Φεύγω εγώ να κάμω ό,τι οφείλω, και ό,τι μου επέβαλε, του βασιλέως Σθενέλου ο γυιός.

Εσένα άλλη θα χαρή γυναίκα, που θα τύχη, αν όχι πιο καλλίτερη, μα πιο ευτυχισμένη». Είπε και εγονάτισε μπροστά εις το κρεββάτι και το φιλεί και με θερμά δάκρυα το μουσκεύει. Και όταν εκουράστηκε να κλαίη, βγαίνει έξω σιωπηλή και προχωρεί με το κεφάλι κάτω και φεύγει και ξανάρχεται, πολλές φορές, και πάλι ξαναγυρίζει κλαίοντας στο νυφικό κρεββάτι.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν