United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι εκείνος ατένιζε μακριά, από το παραθυράκι του μικρού του δωματίου, πάνω από μια κατηφορική αυλίτσα που στο βάθος της, σαν μέσα από μια τρύπα, φαινόταν η μεγάλη κοιλάδα της Ισποροσίλε με τον καθεδρικό ναό του Νούορο να προβάλλει ανάμεσα σε δυο βουνά, ψηλά, στον τριανταφυλλί ουρανό. Ούτε στο Νούορο όμως αποφάσιζε να πάει.

Το πρόσωπό της σκοτείνιασε. «Πότε δεν συμφωνήσαμε; Μέχρι τώρα, πάντα.» «Ναι… όμως φαίνεται ότι δεν είστε ευχαριστημένη από τον ερχομό του Τζατσίντο.» «Πρέπει ν’ αρχίσω να τραγουδάω; Δεν είναι δα και ο Μεσσίας!», είπε μπαίνοντας πλάγια στο πορτάκι απ’ όπου φαινόταν το εσωτερικό ενός λευκού δωματίου με ένα παλιό κρεβάτι, μια παλιά κασέλα, ένα παραθυράκι χωρίς τζάμια, ανοιχτό με φόντο το πράσινο του Βουνού.

Εκεί ηύρε μίαν θύραν ανοιχτήν και εισήλθεν. Ήτο μικρά οικία ανώγειος, όπου εκατοίκει το Γηρακώ της Κατερίνας, η λεγομένη Μανιά. Ήτο χήρα και ατεκνωμένη, κ' ενδιεφέρετο δι' όλας τας αλλοτρίας υποθέσεις, και μάλιστα διά πανδρολογήματα, προξενιές, κ' ενίοτε ανδρογυνοχωρισιές. — Καλή σπέρα, Μανιά. — Καλώς το παιδί μου. — Αυτό είνε το παραθυράκι που έλεγες; — Ναι. — Όπου μπορεί ένας άνδρας να πηδήση;

Αυτό. — Ο πατέρας μου τώρα μου είπε πως «πήγα από κάτ' απ' τα παραθύρια καποιανής», και δεν ξέρω πώς, μου ήρθε στο νου αυτό το παραθυράκι, που μου είπες την πρώτη βραδειά που ενταμωθήκαμε. Μπορεί, λες, να το πηδήση ένας άνδρας; — Μπορεί. Ο Αγάλλος έδωκεν έν νόμισμα εις την γραίαν. Εκείνη επήγε ν' αγοράση τρόφιμα από το πλησιέστερον καπηλείον.

Σκεφτόταν περισσότερο τη θεία του Νοέμι παρά την Γκριζέντα και του ερχόταν να κλάψει, να γυρίσει εκεί κάτω, να καθίσει πλάι της την ώρα που έραβε μες στην αυλή και ν’ ακουμπήσει το κεφάλι του στα γόνατά της, κάτω από το πανί που έραβε. Έπειτα όμως ντρεπόταν για το όνειρό του, και γύριζε στο παραθυράκι της μικρής, μοναχικής του κάμαρης για να δει τη μητρόπολη του Νούορο.

Σε λίγο ο νιος σηκώθηκε μαζί με την κοπέλλα. Αδρασκέλισε το χαμηλό παραθυράκι και σε λίγο δε φαίνουνταν παρά το κεφάλι του· μι' αστραπή έλαμψε· ένα κεφάλι τσοπάνου φάνηκε μαυριδερό, λεβέντικο, όμορφο, με γλυκά μάτια.

Δεν πάει κάτω, παιδί μου. . . Απ' το χολοσκασμό που έχω . . . Φαρμάκι βγάζ' ο ουρανίσκος μου. Είτα επέφερε·Δεν κάνεις τον κόπο να κυττάξης πάλι απ' το παραθυράκι, έξω;. . . Είναι ακόμη ο Κυριάκος κάτω; Η Μαρούσα υπήκουσεν. — Εκεί είναι, θεια Χαδούλα . . . Επιασαν μεγάλην κουβέντα με τον Φραγκούλη.

Μπορεί κανείς να ιδή στο δωμάτιο της Βασίλισσας από ένα στενό παραθυράκι που βρίσκεται πειο ψηλά στο τείχος. Αλλά μια μεγάλη κουρτίνα τεντωμένη κατά μήκος της αιθούσης σκεπάζει τη θέα. Ένας από τους τρεις σας ας μπη αύριο με τρόπο στον κήπο. Θα κόψη ένα μακρύ κλαδί και θα το ξεμυτίση στην άκρη. Ας σκαρφαλώση τότε ως το ψηλό παράθυρο κι' ας παραμερίση λίγο με το κλαδί το πανί της κουρτίνας.

Έκανε να πιάσει κανένα, τόσο κοντά πετούσαν στο πρόσωπό του, και έμενε ακίνητος παραφυλώντας∙ έτσι περνούσε η ώρα. Μια μέρα όμως είδε ν’ ανεβαίνει, διασχίζοντας την μικρή αυλή, η κουρασμένη φιγούρα του Έφις και τότε κατάλαβε ότι εκείνον περίμενε. Μόλις έφτασε κάτω από το παραθυράκι ο υπηρέτης κοίταξε προς τα επάνω χωρίς να μιλήσει.

Τι του τρέχει ως τα στερνά του δεν το ξέρει». Μπήκα μέσα στη φυλακή, ένα σκοτεινό κατώγι της Αστυνομίας μ' ένα μικρό παραθυράκι κλεισμένο με σιδερένια κάγκελλα. Ο Γιάννης ο Αγάλλος καθότανε σ' ένα ξύλινο σκαμνί, σε μια γωνιά, και τραβούσε ήσυχα το τσιμπούκι του, σαν να μην είχε γίνει τίποτε. Το ροδοκόκκινο πρόσωπό του, με τα λίγα ψαρά γενάκια, ήτανε φρέσκο-φρέσκο και πρόσχαρο.