United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έστιλβε λοιπόν κατάμαυρος η Ευαγγελίστρια . Είχε τα ιστία πάντοτε κατάλευκα, καινουργή. Όσον ηυχαριστείτο εις το ιδικόν του εμβαλωμένον βρακίαν, τόσον εμίσει τα εμβαλώματα των ιστίων.

Με ηκολούθησεν επί του εξώστου και εβλέπομεν αμφότεροι προς την θάλασσαν. Εβλέπομεν σειράν μακράν πλοίων μεγάλων πλεόντων προς τον λιμένα μας. Απείχον εισέτι πολύ, αλλ' ήτο διαυγής η ατμόσφαιρα και διεκρίνοντο τα ιστία, καμπύλα υπό του ανέμου την πνοήν, και αι διπλαί και αι τριπλαί λευκαί ζώναι επί των μαύρων σκαφών.

Δύο μέσα ηδύναντο να δοκιμάσωσιν, αν τα εύρισκον τελεσφόρα· ή να συστείλωσι τα ιστία και να προχωρήσωσι με τας κώπας, καταφρονούντες τον αφόρητον διά τας γυναίκας μάλιστα σάλον, περιβρεχόμενοι από τα θραυόμενα και εισπηδώντα εις το σκάφος κύματα, ριγούντες και δεινώς πάσχοντες, ή ν' αποβιβασθώσιν εις την ξηράν και να δοκιμάσωσιν αν θα εύρισκον δρομίσκον τινά, όχι πολύ πλακωμένον από την χιόνα, ώστε να είνε βατός εις ανθρώπους.

Του αφήρεσαν τα πάντα, ενδύματα, τρόφιμα, κοντάρια, ιστία, ως και τας κώπας. Του άφησαν μόνον τους τροπωτήρας και τους σκαλμούς. Και τους μεν σκαλμούς ίσως δεν ηδυνήθησαν να τους εβγάλουν από της σκαλμότρυπες, οι δε τροπωτήρες θα τους έπεσαν δι' αδεξιότητα από τας κώπας. Τι να τους κάμη τους τροπωτήρας και τους σκαλμούς! Πώς να ταξειδεύση χωρίς κώπας, χωρίς ιστία;

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ιδού πώς ήτο. Το πλοιάριον επί του οποίου επέβαινεν, όμοιον προς απαστράπτοντα θρόνον, έλαμπεν επί του ύδατος· η μεν πρύμνα αυτού ήτον εκ χρυσού σφυρηλάτου, τα δε ιστία πορφυρά και τόσον αρωματώδη, ώστε οι άνεμοι εθώπευον αυτά ερωτύλως· αι αργυραί κώπαι, κινούμεναι ερρύθμως προς τον ήχον των αυλών, παρώτρυνον το υπ' αυτών διωκόμενον ύδωρ να επανέρχεται ταχύτερον, ωσεί ησθάνετο έρωτα προς τα κτυπήματά των.

Έβλεπον, δεν έβλεπον οι ναυβάται τα σημεία της; Από κανέν πλοίον δεν απήντησαν εις τον πόθον της, εις τας τόσος προσπαθείας της. Τα λευκά ιστία έφευγον με τον άνεμον εις το κύμα, και αυτή έμενε προσηλωμένη εις τον βράχον της Σκοτεινής Σπηλιάς, προγεγραμμένη, έρημος, μη βλέπουσα διά την αύριον χρυσής αυγής την ανατολήν . . .

Ήλπιζων οι άλλοι, ότι θα ήρχετο και αυτών η σειρά, και εφθόνουν προς ώραν, αναμένοντες να φθονηθώσι βραδύτερον. Εις τοιαύτας όμως ερωτικάς κοινοπραξίας δεν συγκατήρχετο πλέον ο Μιμίκος. Η ηλικία του είχε καταστήσει αυτόν τολμηρότερον, η δε καρδία του, πεποίθησιν έχουσα εις της ποιήσεως τα ιστία και το βαρύ των στίχων του έρμα, απέφευγε τους συμπλωτήρας και ηρκείτο ερωτοδρομούσα μόνη.

Έν μόνον πηδάλιον προσαρμόζουσιν όπερ διαπερά την τρόπιν· ο ιστός είναι εκ ξύλου ακακίας, τα ιστία εκ βύβλου.

Δεν υπήρχεν άρα πιθανότης ούτε η επανάστασις να μεταδοθή εις Χίον, ούτε των Τούρκων η οργή και ο φανατισμός να εκσπάσωσι κατά των κατοίκων. Όθεν έβλεπα με ήσυχον την καρδίαν της αναχωρήσεως τας προετοιμασίας. Η άγκυρα εκρέματο ήδη από της πρώρας• άμα ανήλθομεν επί του καταστρώματος η λέμβος ανηρτήθη, τα ιστία ηπλώθησαν και απεπλεύσαμεν. Εκοιμήθην την νύκτα ωραία.

Εκεί δε οπού τόσην ώραν αναιβοκατέβαιναν τα δύο διάβροχα ιστία, μόνον τα μεγάλα και φουσκωμένα κύματα εσάλευαν πλέον, ωθούμενα προς τα έξω και συγκλονίζοντα την Βγέναν την καπετάνισσαν ως οικτρόν ναυάγιον να την ρίψουσι, θαρρείς, προς τους βράχους. — Θα τρέξω κάτω, παπά μου! Είπεν έκφρων η Βγένα η καπετάνισσα.