United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και άφησε τους πεθαμένους! Ο καπετάν-Παρμάκης, τρώγων τεμάχιον ευώδους λαχανόπηττας, διηύθυνε συγχρόνως και το πηδάλιον. Το δε ιστίον, κατάλευκον, φουσκωμένον, ωμοίαζε μακρόθεν προς αερόστατον, σύρον βιαίως προς τα εμπρός το σκαφίδιον ως πτερόν, μόλις, θαρρείς, απτόμενον της επιφανείας της θαλάσσης.

Το ύδωρ ήρχισε να εισρέη εις το κύτος. Η λέμβος ήρχισε να βυθίζεται. Ταχύς ως η αστραπή, ο μπάρμπα-Διόμας απέβαλε το βαρύτερον φόρεμα, τον αμπά του, τον οποίον είχε φορέσει μόνον εν όσω εκάθητο εις το πηδάλιον, &έγειρε& προς το μέρος της &σκότας& του πανίου αριστερά, εκρεμάσθη επί της πλευράς του σκάφους και κατώρθωσε να &μπαττάρη& την λέμβον. Μέγας έγεινεν ο θρήνος υπό την ανατραπείσαν τρόπιδα.

Παρεδέχθημεν λοιπόν ότι αυτή θα είναι προφανώς η επιστήμη που ζητούμεν και η αιτία της αληθούς ευδαιμονίας της πολιτείας και ότι, με μίαν λέξιν, κατά τον στίχον του Αισχύλου, αυτή μόνη κάθηται εις την πρύμνην της πόλεως με το πηδάλιον εις τας χείρας και διευθύνει και κυβερνά το παν προς κοινήν όλων ωφέλειαν. Κρίτων Και δεν ήτο τάχα ορθή η ιδέα σας, Σωκράτη;

Και έναν άνθρωπον, που γνωρίζει να ερωτά και να αποκρίνεται, άλλως πώς τον ονομάζεις συ παρά διαλεκτικόν; Ερμογένης. Όχι, αλλά διαλεκτικόν. Σωκράτης. Επομένως του μεν ξυλουργού έργον είναι να κατασκευάση πηδάλιον υπό την επίβλεψιν του πλοιάρχου, εάν πρόκειται να είναι καλόν το πηδάλιον. Ερμογένης. Φαίνεται. Σωκράτης.

Να, σκύλλα Βαβυλών, απήντα ο ψάλτης νομίζων ότι περί σκύλλας πράγματι επρόκειτο. Ταύτα ελέγοντο ενόσω ήτο υπήνεμος η βάρκα, με τας κώπας βραδυπορούσα, δεξιόθεν παραπλέουσα τον Ανάγυρον και τον Ασέληνον, αριστερόθεν πελαγωμένη αντικρύ των Τρικκέρων και του Αρτεμισίου. Ο παπά- Φραγκούλης εκάθητο κυβερνών εις το πηδάλιον, οι άλλοι εβοήθουν εις την κωπηλασίαν.

Αλλά τόρα; ως προς τα όργανα ποία είναι ευχειριστότερα, με όσα κανείς παράγει εκουσίως κάτι κακόν ή με όσα ακουσίως; λόγου χάριν το πηδάλιον, με όποιον κανείς ακουσίως θα πηδαλιουχήση κακώς, είναι καλλίτερον, ή με όποιον εκουσίως; Ιππίας. Με όποιον εκουσίως. Σωκράτης. Άραγε δεν κάμνει το ίδιον και το τόξον και η λύρα και οι αυλοί και όλα τα άλλα εν γένει; Ιππίας. Λέγεις την αλήθειαν. Σωκράτης.

Εφοβείτο να έλθη εις επαφήν με τοιούτους φοβερούς την όψιν ανθρώπους. Και πλουσίαν αμοιβήν αν του έταζον, δεν θα τους εδέχετο ποτέ εις την λέμβον. Ηκούσθη μία τουφεκιά. Η βολή συρίξασα εκτύπησεν εις το πηδάλιον της λέμβου. Δευτέρα τουφεκιά βροντώδης αντήχησεν. Το βόλι ηυλάκωσε το κύμα, και βυθισθέν εχάθη εις τον μέλανα πόντον. Ο μπάρμπ’-Αλέξης, εξακολουθών να ελαύνη, ήτο εκτός βολής ήδη.

Εν τούτοις ήνοιξε το κάτασπρον ως τα πτερά του γλάρου πανίον του, άναψε τον ναργιλέν του, εξηπλώθη παρά το πηδάλιον, κρατών την σκόταν, κ' εξεκίνησεν. Αν ήθελε, καίτοι μόνος, καίτοι αι δύο λέμβοι αρμένιζαν με πανιά και με κουπιά, ήτο ικανός με το κομψότατον, νεοπαγές και κοπτερόν σκάφος του, να προσπεράση τας δύο λέμβους, να τας αφήση «στα μπούνια» ρίπτων «κολοκυθάναις» οπίσω του.

Ναι μεν εκρύωναν πολύ, αλλ' ήσαν όλοι βαρέως ενδεδυμένοι. Ο παπάς εκάθησεν εις το πηδάλιον φορών την γούναν του. Η πρεσβυτέρα είχε το σάλι της το διπλό, η θειά το Μαλαμώ είχε το βαρύ γουνάκι και την κουζούκα της.

Ήτο ήδη μεσονύκτιον, και το ρεύμα της θαλάσσης, ή το απόγειον της ξηράς, τους είχεν εξωθήσει μικρόν κατά μικρόν, διότι δεν είχον πηδάλιον, βορειότερον, αντικρύ εις τα τρέμοντα φώτα του υψηλού χωρίου, τα οποία εφαίνοντο πλησιέστερον τώρα, και δίπλα εις το μεμονωμένον παρά την βορειανατολικήν ακτήν βραχώδες νησίδιον, το οποίον ήτο η φυλακή ολίγων κονίκλων, ριπτομένων εκεί από τους νησιώτας, και το ανάκτορον όλων των γλάρων και άλλων θαλασσίων ορνέων.