United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πτωχικόν μου θα ιδής να το στολίζουν άστρα, που κι’ αντην γην περιπατούν, την νύκτα θα φωτίζουν. Όσην λαχτάραν και χαράν αισθάνετ' ένας νέος, οπόταν ο Απρίλιος ευμορφοστολισμένος βάλη το πόδι του γοργόςτα ίχνη του χειμώνος, τόσην και συ θα αισθανθήςτο σπίτι μου απόψε, μέσ' ταις δροσάταις ευμορφιαίς, οπού εκεί θ' ανθίζουν.

Και να δης μια πατατούκα που θα σου πάρω στην Πόλι! Είπεν ο πλοίαρχος και εξηπλώθη επάνω εις το σπιράγιο της πρύμνης, τυλιχθείς ως κούτσουρον εντός βαρείας χλαίνης. Ο μπάτης, δυναμώσας την νύκτα, κολποί τα ιστία τα οποία θαμβά υψούνται κατά σειράν επί των δύο ιστών, ως σημαίαι πανηγυρικών αψίδων, λησμονηθείσαι την νύκτα. Η σκούνα σείεται όλη ελαφρώς, επιπλέουσα ως πτερόν.

Και τούτο θα εξακολουθή πάντοτε ημέραν και νύκτα, μέχρι συντελείας των αιώνων!. . — Όλο τα ίδια! αιωνίως τα ίδια!. . εψιθύριζεν ο Δημήτρης άπελπις.

Ακολουθών την οδοιπορίαν του, έπεσε την νύκτα εις τους εις Μαχαλάν φυλάττοντας Τούρκους, μη ηξεύρων ότι η θέσις αύτη ήτον πιασμένη απ' αυτούς.

Και με την φοβεράν πληγήν εις τας ίνας, εις τα σπλάγχνα του, ο πεύκος επέζησεν άλλα τρία τέταρτα αιώνος, μέχρι του 1871. Κατά Ιούλιον του έτους εκείνου, μέγαν τοπικόν σεισμόν ησθάνθησαν οι κατοικούντες εις απόστασιν μιλίων, κάτω εις την παραθαλασσίαν. Την νύκτα εκείνην κατέρρευσεν ο γίγας.

Κυρά, διά όσον χαροποιά που έπρεπε να μου είνε τούτη η νύκτα, βλέπω που μου είναι πολλά ανυπόφορη, με το να μη ημπορώ να ιδώ τα κάλλη σου· διά το οποίον θέλω έχει μίαν παντοτεινήν θλίψιν, που το ταχύ πρέπει να σε αφήσω χωρίς παντελώς να σε γνωρίσω· μα παρακαλώ σε, κυρά μου, μην είσαι τόσον σκληρά που να μη μου κάμης ετούτην την παραμικράν ευχαρίστησιν, το ολιγώτερον να μου μιλήσης κανένα λόγον.

Αυτός δε και οι Απόστολοί Του, περιτυλιγμένοι με τα εξωτερικά ενδύματα, θα ηδύναντο να κοιμηθώσιν επί της πρασίνης χλόης υπό την σκέπην των δένδρων. Η σκιά του προδότου έπιπτεν επ' Αυτού του Προδοθέντος και επί της μικράς εκείνης λογικής ποίμνης, επί του φυτωρίου των αλιέων Του. Να εκοιμήθη τάχα και ο προδότης τόσον ατάραχος, όσον οι άλλοι, την νύκτα εκείνην;

Ήναψα τεμάχιον λαμπάδος εκ κηρού μετρίως νοθευμένου, την οποίαν είχον αγοράσει την προτεραίαν εις την πολίχνην, την είχα δε κόψει εις τέσσαρα τεμάχια χάριν ευκολίας, και περιτυλίξας εις χαρτίον, την είχα βάλει εις το θυλάκιόν μου. Την προλαβούσαν νύκτα είχα λησμονήσει εις το θυλάκιόν μου τα τεμάχια της λαμπάδος.

Κ' έγινε . . . . δάσκαλος! Και είνεόχι πλέον εν Σκιάθω, αλλ' εν Αθήναις, μέχρι σήμερον δάσκαλος, τουτέστι καθηγητής. Παρεβίασε την φύσιν, την δημιουργίαν του, τον εαυτόν του, την ζωήν του, το πνεύμα του, διά να μην έχη καμμίαν από την κοινωνίαν απαίτησιν, να την αφήση ήσυχον, ως το νερό που μένει και βρωμά, ως την νύκτα που αποσύρεται εις τα κρεββάτια του ο βίος και η κίνησις.

Εις το Λονδίνον ενυμφεύθη κάποιος μίαν κυρίαν, η οποία εφαίνετο αρτιμελής, εξαιρέσει μικράς χωλότητος και ολίγης ασχημίας, των οποίων όμως την δυσάρεστον εντύπωσιν εμετρίαζε κάπως σημαντική προιξ. Αλλά την πρώτην μετά τον γάμον νύκτα ανέμενε τον γαμβρόν πολύ δυσάρεστος έκπληξις. Η νεόνυμφος έκαμε την εξής τουαλέταν της νυκτός.