United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έφτανε η τυφλή πίστη να τους δικαιώση. Ή αν τόπαιρναν για σημάδι άλλης εποχής, της πεθαμένης Αυτοκρατορίας μας, πάλι καλά. Εύγε τους και τρισεύγε τους. Μπορεί να ξύπναγαν μ' αυτό οι παλιές ελπίδες· ίσως να γινόταν δίστομο σπαθί η κοιμάμενη συνείδηση. Ποιος ξέρει; Μα όχι· τίποτ' απ' αυτά. Λείπουν κ' η τυφλή πίστη και το μεγάλο τόνειρο. Λείπουν, έσβυσαν, πάνε. Κ' ίσως δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ!

Αν ίσως κάνης συ αυτά οπού εγώ σου λέω, θάχης τα στήθηα δυνατά, το χρώμα σου ωραίο, θάχης τον ώμο σου μακρύ, θάχης τη γλωσσά σου μικρή, θάχης πλατειά τα πισινά θάχης κοντά τα μπροστινά. Το κάθ' αισχρό, καλό πως είναι θα σε πείση, και το καλό, πως είν' αισχρό θάχης νομίση, και εις το τέλος θα γεμίσης κι' από κείνη του Αντιμάχου του αισχρού την πουστοσύνη.

Πώς ο διδάσκαλος είχε συγκαλέσει την επιτροπήν και απήτει την αποβολήν του Τζώρτζη, αλλ' η επιτροπή αντέτεινε, μη θέλουσα να δυσαρεστήση τους οικείους του μεγαλοσώμου και φριξότριχος μαθητού. Ίσως μάλιστα δι' αυτό το έκαμεν, έδειρε τον διδάσκαλον επίτηδες διά να τον αποβάλουν. Και τότε η επιτροπή έπεισε τους οικείους του, να τον αποσύρωσιν ευσχήμως.

Μετά τινα δε λεπτά ολόκληρος, άνευ του ελαχίστου κενού, η επίφάνεια του ευρυτάτου εκείνου περιβόλου εκαλύπτετο υπό εμψύχου και αεικίνητου τάπητος παρδαλοχρόου, διότι τα ζώα ταύτα διεκρίνοντο ου μόνον διά του αναστήματος αλλά και διά του χρώματος την ποικιλίαν. Υπήρχον ποντικοί ολόμαυροι, καστανοί, ξανθοί, ορφνοί, μολυβδόχροοι καί τινες λευκοί, ίσως εκ των γηρατειών.

Στην αρχή, ίσως με σκοπό να μας κοροϊδέψη, μας έκλεψε κάμποσους προγόνους, έβαλε και τον Αλέξαντρο μέσα. Μα ύστερα, σαν κατέβηκε ο άλλος ο ζωντανός ο Αλέξαντρος, και με μια γερή σκουντιά τονε ξύπνησε, έβαλε ο Στόικος στο ράφι τα παραμύθια, κι άρχισε τη δουλειά του.

Αλλ' η απάντησις του Ιησού ήτο υπερόχως ατάραχος: «Πορευθέντες είπατε τη αλώπεκι ταύτη, ιδού, Εγώ εκβάλλω δαιμόνια και εργάζομαι ιάσεις σήμερον και αύριον, και τη τρίτη τελειούμαι». Και είτα προσθέτει εν πλήρει εμπιστοσύνη ασφαλείας μεμιγμένη μετ' ειρωνείας πικράς, «Αλλά πορευθήσομαι εις την οδόν Μου σήμερον, και αύριον και την ημέραν την επομένην· ότι ουκ εστι Προφήτην έξω της Ιερουσαλήμ αποκτανθήναι». Και ίσως κατά την θλιβεράν ταύτην κρίσιν να εταλάνισεν, ως και ύστερον, την πόλιν την ερυθράν εκ του αίματος των προφητών — ω, πόσον θαυμασίως η προφητεία εκείνη επληρώθη!

Εξ εκείνων όμως των ζώων ουδέν αναπνέει, αλλ' όμως αισθάνεται την οσμήν. Εκτός εάν υπάρχη άλλη τις αίσθησις παρά τας πέντε. Τούτο όμως είναι αδύνατον, διότι η αίσθησις της οσμής είναι η όσφρησις. Εκείνα δε αισθάνονται την οσμήν• ίσως όμως ουχί κατά τον αυτόν τρόπον.

Ο Μανώλης απεσύρθη συνεσταλμένος, όπως ο σκύλος, ο οποίος φοβείται λάκτισμα. — Καλά, εψιθύρισεν· ότι να κάμω πάλι κιαμμιά κουζουλάδα θα φωνιάζης ... Αλλ' όμως ενεκαρτέρησεν ο ταλαίπωρος· και αντί να παρεκτραπή απετάθη προς την μητέρα του, με την βεβαιότητα ότι αυτή τουλάχιστον δεν θα του ωμίλει με σκληρότητα ως ο «αφέντης» και ότι ίσως θα κατώρθωνε να μετριάση την δυστυχίαν του.

Ίσως προδίδω το καθήκον, ποδοπατώ την ευτυχίαν μου μη μεταβαίνων εις Καλκούτταν.

Αλλά τόρα, καλέ μου φίλε, όταν εμβάλλη τον εαυτόν του εις πονηρίαν του σώματος και ισχνότητα και ασχημίαν και αδυναμίαν; Άραγε θα απορούμεν αν ίσως κανείς φθάση εις αυτήν την κατάστασιν εκουσίως; Πώς όχι;