United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν εμβήκεν η μεγάλη σαρακοστή, άρχισε να συχνάζη εις την εκκλησίαν, έκαμνε πολλάς και βαθείας γονυκλισίας, εμελέτα να εξομολογηθή, και ανέβαλλεν. Ενήστευεν άνευ ελαίου ξηροφαγούσα τας πέντε ημέρας εκάστης εβδομάδος, και είχε βαστάξει «τρίμερο» την πρώτην εβδομάδα και το μισοσαράκοστον. Εντρέπετο να βλέπη την κόρην της, την Δελχαρώ, και απέφευγε ν' αντικρύση το βλέμμα της.

Διότι αδύνατον σχεδόν ήτο να οδηπορήσωσι την νύκτα. Η νέα εξηκολούθει να τον ερωτά πάντοτε·Πού θα υπάγωμεν, Μάχτο; Ο ψευδής Μάχτος απήντα δι' είδους ανάρθρου υποτονθορισμού εις τας ερωτήσεις ταύτας. Απέφευγε δε το να συνάψη συνδιάλεξιν μετ' αυτής.

Ήτο παιδίον ρεμβώδες και αλλόκοτον, απέφευγε τα άλλα παιδία κατά την μικράν σχολικήν του εκπαίδευσιν, πρεσβύτερος ων αυτών και δειλός· ως ευφάνταστος εβασανίζετο διαρκώς υπό τινος τρόμου. Ο πατήρ του εγένετο στρατιώτης του Ναπολέοντος, επανήλθε δε μετά την ειρήνην ασθενών και απέθανε.

Αλλά δεν είναι διόλου χρεία τουλάχιστον διά τούτο, είπεν ο Κέβης, διότι ποίον πράγμα θα απέφευγε την φθοράν, αν βεβαίως εκείνο, το οποίον είναι αθάνατον και αναλλοίωτον, δέχεται φθοράν; Ο δε θεός βέβαια, είπεν ο Σωκράτης, και η ιδέα της ζωής, και κάθε άλλο πράγμα, το οποίον είναι αθάνατον, δεν ημπορεί παρά όλοι να βεβαιώσουν, καθώς νομίζω, ότι ποτέ δεν φθείρονται.

Διά τούτο ήτο φίλος προς όλους και δεν υπήρχε κανείς τον οποίον να μη εθεώρει οικείον, αφού ήτο άνθρωπος. Δεν απέφευγε δε την συναναστροφήν κανενός και μόνον από εκείνους απεμακρύνετο των οποίων η διαφθορά τού εφαίνετο αθεράπευτος. Πάντα δε ταύτα έπραττε και έλεγε μετά χάριτος και καλωσύνης και, ως ο κωμικός ποιητής είπε, πάντοτε η πειθώ εκάθητο επί των χειλέων του.

ΕΔΓΑΡ Αυτά τω όντι φαίνονται ο κολοφών της λύπης εις όποιον πράγματα πικρά δεν αγαπά ν' ακούη. Αλλ' έχω κι' άλλα να ειπώ διότι κι' άλλη πίκρα ήλθε ν' αυξήση το κακόν και να το κορυφώση. Ενώ 'θρηνούσα κ' έκλαια, εμβαίνει μέσα ένας, που άθλιον μ' εγνώρισε και καταφρονημένον κι' ως τότε με απέφευγε με φρίκην.

Ούτω διά μακρών διηγήσεων η θεια-Αννούσα, σκολιώς απέφευγε να είπη σαφώς, αν πράγματι ο Λαλεμήτρος της ωμίλησε. Διά τούτο η γρηά Κυρατσού, κτυπώσα την δεξιάν επί της αριστεράς παλάμης, ως εάν εμετρούσε χρήματα, επανελάμβανεν υπόπτως: — Πώς δεν σώδωκε ένα γράμμα, θα πω! Έμεινε λοιπόν το πράγμα αμφίβολον.

Αφού και εδιαβάσαμεν αυτά τα γράμματα τα οποία μας εφάνηκαν μαγικά, εκατεβήκαμεν εις το καράβι διά να δώσωμεν την είδησιν των λοιπών διά τα όσα είδαμεν. Καθένας έμεινε θαυμασμένος πως ήταν μέσον να ελευθερωθούμεν, μα κανείς δεν ήθελε να είνε η θυσία· ο πλέον χειρότερος ναύτης απέφευγε να θυσιασθή διά τους άλλους.

Καίτοι το έργον Του τον υπεχρέου πολλάκις να διέρχηται ημέρας εν μέσω θορυβώδους πλήθους, όμως δεν έστεργε τον θόρυβον, και απέφευγε και την ευγνωμοσύνην τον παρ' Αυτού ευεργετηθέντων. Αλλ' όμως το πλήθος τον εζήτει επιμόνως· ο Σίμων και οι φίλοι του σχεδόν τον εθήρευον εν τη απλήστω επιθυμία του να ίδωσι και ακούσωσιν. Επεθύμουν να τον κρατήσωσι παρ' εαυτοίς διά φιλικής βίας.

Και οι μεν απεσταλμένοι ανεχώρησαν επιφορτισθέντες την επιστολήν και όσα ώφειλαν να ειπούν διά ζώσης, αυτός δε φυλάττων προσεκτικώτερα το στρατόπεδόν απέφευγε να εκτίθεται εκουσίως εις τους κινδύνους.