United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκτοτε εκυβερνώντο συνταγματικώς, ανεγείρασαι θέατρον εν τη Μονή, εξερχόμεναι αυτής δις της εβδομάδος και νηστεύουσαι, οσάκις επόνουν τους οδόντας.

Η μαγείρισσά μας, κολοσσιαίον ανδρογύναικον εκ Νάξου, χείρας έχον αχθοφόρου και πόδας ελέφαντος, κατεγίνετο καίουσα τον παρά την εστίαν ευμεγέθη φούρνον, όπως ψήση το ζυμωτόν της εβδομάδος. Την παλαιάν εκείνην απολίτιστον εποχήν ο άρτος εζυμούτο και εψήνετο συνήθως εν τω οίκω.

Διά ποίας οδού έφθασεν εις την Αγίαν Πόλιν, πώς διήλθε διά των πολυανθρώπων οδών απαρατήρητος, αν συμμετέσχε της αθώας ευφροσύνης της εορτής, αν και Αυτός κατώκησεν εις καλύβην φοινικοστέγαστον κατά το λοιπόν της εβδομάδος, δεν γνωρίζομεν.

Εν τούτοις υπερβάντες τον πύργον των Ανέμων και την αγοράν, ένθα είδον μετά θαυμασμού άρχοντας και επισκόπους οψωνίζοντας τα επιούσια πράσα, έφθασαν εις την ποικίλην Στοάν, εν η αντί φιλοσόφων εύρον αστρολόγους, λεκανομάντεις, ονειροκρίτας και διδασκάλους, οίτινες κατέβαινον άπαξ της εβδομάδος εκ των επί του Υμηττού σχολείων, ίνα ελκύσωσι μαθητάς διά της ηδύτητος των λόγων των και διά σταμνίων μέλιτος· καθότι μη επαρκούσης πλέον εις τας ανάγκας των της διδασκαλίας έκριναν καλόν να προσθέσωσιν εις ταύτην, ίνα αποζώσι, και την μελισσουργίαν.

Συγχρόνως ηθέλησε να δώση το σύνηθες ρευστόν εις το πάσχον μωρόν. — Ποιος βήχει; ηκούσθη μία φωνή όπισθεν του μεσοτοίχου. Η γραία δεν απήντησεν. Ήτο Σάββατον εσπέρας, και ο γαμβρός της είχε πίει ένα ρακί παραπάνω, πριν δειπνήση· ομοίως είχε πίει μετά το δείπνον κ' ένα μεγάλο ποτήρι από λάκυρον κρασί, διά να ξεκουρασθή από τα μεροκάματα όλης της εβδομάδος.

Το βέβαιον είνε, ότι πρό τινων ημερών ήλλαξε πάλιν γνώμην, και έγεινεν ό,τι ήτο πάντοτε, τουτέστι θέρους και καύσωνος μην. Εννοείς, ότι ημείς και πάλιν παραπονούμεθα διά τον καύσωνα, όπως παρεπονούμεθα προ μιας εβδομάδος διά το ψύχος.

Αλλά πώς εδώ; πόθεν έτσι έξαφνα; πότε ήλθες; — Χθες το βράδυ, από το Παρίσι, διά να ιδώ τας Αθήνας μου. — Πάντοτε φιλαθήναιος! Σ' ενθυμούμαι από τους μαθητικούς μας χρόνους, ότε ανέβαινες δις της εβδομάδος εις την Ακρόπολιν διά να θαυμάσης το πανόραμα των Αθηνών. — Τώρα τας θαυμάζω απ' εδώ. Τι μεταβολή! Και συ τι γίνεσαι, τι κάμνεις; — Το βλέπεις, τι κάμνω. — Δεν το βλέπω διόλου.

Θα το κάμωμεν όμως άρα γε; Ή τουλάχιστον θα το κάμωμεν όλαι; Αμφιβάλλω πολύ· και θ' αμφιβάλης και συ μαζή μου, όταν μάθης, ότι χθες ακόμη, σάββατον μόλις της πρώτης εβδομάδος της τεσσαρακοστής, εχόρευονόχι εγώ, θεός φυλάξη! — αλλά πολλαί φίλαι μας . . . . μέχρις της τρίτης μετά το μεσονύκτιον.

Η Θεοτόκος πράγματι εθεωρήθη ως υπέρμαχος στρατηγός της πόλεως, προς αυτήν δε ως « ασάλευτον πύργον της Εκκλησίας », ως « απόρθητον τείχος της βασιλείας », ως « την υπέρμαχον στρατηγόν , δι' ης εγείρονται τρόπαια» και «δι' ης εχθροί καταπίπτουσιν», ανεπέμποντο οι ευχαριστήριοι χαιρετισμοί, τους οποίους η Εκκλησία έκτοτε μέχρι της σήμερον ψάλλει καθ' εκάστην Παρασκευήν της μεγάλης τεσσαρακοστής, και ιδίως της πέμπτης εβδομάδος, προς ανάμνησιν του μεγάλου εκείνου γεγονότος.

Την εσπέραν εκείνην, Τρίτην της εβδομάδος, πέντε ημέρας προ της εκλογής, περί την ογδόην ώραν, ο Λάμπρος ο Βατούλας ήναψε μετά τον δείπνον το φαναράκι του, και συνοδευόμενος από τρεις ή τέσσαρας φίλους εξήλθεν εις επισκέψεις κατ' οίκους προς ψηφοθηρίαν. Διήλθον διά της αγοράς, και είτα, δι' ανωφερούς δρομίσκου, εβάδισαν ανερχόμενοι εις την άνω λαϊκήν συνοικίαν.