United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ρούντυ εκάθησεν εκεί συγκαθισμένος τόσον ήσυχα 'σάν να ήτο ένα κομμάτι του βράχου, επί του οποίου εκάθητο, εκράτει το όπλον με σηκωμένον τον λύκον έτοιμον να πυροβολήση εμπρός του· το βλέμμα του το είχεν προσηλωμένον επάνω εις το ανώτατον μέρος της ρωγμής, όπου ήτο κρυμμένη η φωλεά του αετού κάτω από τον βράχον που εξείχε κρεμασμένος. Οι τρεις κυνηγοί έπρεπε να περιμένουν πολλήν ώραν.

Εκάθητο δε εις την τράπεζαν η γυναίκα του γεωργού και ένας καλόγηρος· η νοικοκυρά έχυνε κρασί εις το ποτήρι του καλογήρου, εκείνος δε άπλωνε το πηρούνι του εις το ψάρι, και εφαίνετο ότι το νοστιμεύεται. — Αχ, να είχα και εγώ κομμάτι, είπε μέσα του ο μικρός Κλώσος, και έσκυψε διά να βλέπη καλλίτερα, και είδε παρέκει μίαν ωραίαν πήταν. — Ψυχή μου! Τι ωραίον συμπόσιον!

Εξημέρωνεν η παραμονή των Χριστουγέννων. Ο κυρ-Δημάκης την νύκτα εκείνην, ετοιμαζόμενος, ίνα μεταβή την επαύριον εις Σκόπελον, διά την δημοπρασίαν, εκάθητο πλησίον του πυρός, σύννους, θερμαινόμενος, ότε προσήλθεν ο μογιλάλος, κομίζων αυτώ λαδωμένας τινάς σημειώσεις περί του εξαχθέντος την ημέραν εκείνην ελαίου εις τας μηχανάς.

Ο δε καπετάν-Θοδωρής κάτω εις το ρεύμα εκάθητοείχον γευματίσει πλέονσυνομιλών μετά των θυγατέρων του, αίτινες ένεκα του καύσωνος αποβαλούσαι τας λευκάς των μανδήλας και τα φουστάνια, εκρέμασαν αυτά από των πλατάνων κ' ενόμιζες τέσσαρες άλλαι γυναίκες κρέμανται κατά σειράν.

κορυφαί των τιαρών και αι λαβαί των ξιφών, απήστραπτον εις τον ήλιον, ο οποίος εθέρμαινεν αφορήτως τας πλάκας, αι δε περιστεραί επτερύγιζον υπεράνω της αυλής, διότι ήτο η ώρα κατά την οποίαν ο Μαναή εσυνήθιζε να τους ρίπτει σίτον. Εκάθητο οκλαδόν ενώπιον του Τετράρχου, ο οποίος ίστατο όρθιος πλησίον του Βιτελλίου. Οι Γαλιλαίοι, οι ιερείς, οι στρατιώται, εσχημάτιζον κύκλον όπισθέν των.

Υπάρχουν στιγμαί καθ' ας η θεία χάρις κινεί βαθύτερον την καρδίαν μας. Εις τοιαύτην δε στιγμήν πρέπει να ευρέθη ο άδολος Ισραηλίτης καθώς εκάθητο κ' εμελέτα και προσηύχετο εν σιωπή υπό την συκήν. Και την χορδήν ταύτην, την μόνον εις καρδιογνώστην ορατήν, έθιξεν ο Κύριος.

Αφού μάλιστα η ιδέα προήρχετο από τον Μπάρμπα-Σταυρήν, ο Σπύρος ευρέθη μετ' ολίγον ευκόλως διευθυντής ενός ωραίου καφενείου εις την Βάθειαν, με μίαν μεγάλην λεύκαν εμπρός. «Εις την Λεύκα » με το όνομα. Ο νταμπής έψηνε τους καφέδες, ο σερβιτόρος τους εμοίραζε, και ο Σπύρος εκάθητο από το πρωί έως το βράδυ στον μπάγκο αναγινώσκων εφημερίδας και διαλεγόμενος περί εκλογών.

Όταν ολίγας ημέρας βραδύτερον το λεωφορείον πέραν της γεφύρας του Ροδανού μεταξύ Βαλαί και Βωντ επήγαινε βροντώντας, εκάθητο και ο Ρούντυ μέσα εις αυτό, εύθυμος ως πάντοτε, και ελικνίζετο με ωραίας σκέψεις διά την συγκατάθεσιν, την οποίαν ενόμιζεν, ότι θα έχη αυτήν την εσπέραν.

Ο Ίλιγγος εκάθητο εκεί και παρεμόνευε την άτονον άνευ των δυνάμεών της λείαν του, και κάτω εις την βαθείαν φάραγγα αντηχούσε ήχος, 'σάν να εκρημνίζετο ογκώδης βράχος ο οποίος τα πάντα συντρίβει και παρασύρει παν ό,τι τον εμποδίζει εις τη πτώσιν του. Αλλά εις τον Μύλον εκάθητο η Μμαμπέττα και έκλαιε.

Πώς να τολμήσω τώρα πια να μπω σ' αυτό το σπίτι; ποιός τώρα θα με υποδεχθή και θα με χαιρετίση με λόγια γλυκομίλητα; Που να στραφώ; Ερημία είναι παντού, μέσα στο σπίτι τώρα και θα με διώχνει, έρημο το νυφικό κρεββάτι, έρημο και το κάθισμα που εκάθητο εκείνη.