Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Μίαν εσπέραν, όπου είχε καταβή εις το κατάλυμα μοναχή της, βλέπει έξαφνα την Καντίνα λευκόπεπλον, με το μέτωπον, την ρίνα και τας σιαγόνας σκεπασμένα, με τα όμματα σπινθηροβολούντα, κ' εκάθητο ως καλή οικοκυρά εις την αγκωνήν του ερειπίου, επί τινος λίθου, καπνίζουσα το μικρό τσιμπουκάκι της, και πώς της έπρεπε τω όντι!
Πάντοτε έπαιζε και δεν εκάθητο ήσυχος παρά μόνον, όταν της διηγούντο παραμύθια. Από όλα τα παραμύθια, όσα της έλεγεν η μαμμά της, επροτιμούσε όσα έχουν μέσα Νεράιδες. Καμμίαν φοράν, όταν επέστρεφεν από το σχολείον και εύρισκε έτοιμο νέον φόρεμα διά τον περίπατον, ερωτούσε, ποιος μου το έφερε; και η μαμά με γέλοια απεκρίνετο, η καλή Νεράιδα.
Έν απόγευμα — ήτο Δευτέρα — ο Χρήστος έβοσκε τα πρόβατα του πατρός του πλησίον εις το πεύκον, περί του οποίου σας έλεγα. Εκάθητο εις την σκιάν και διώρθωνε μίαν παλαιάν καρδάραν, ότε έξαφνα βλέπει τα πρόβατά του και έφευγαν καταφοβισμένα, το έν επάνω εις το άλλο.
Διότι όχι μόνον την ταχύτητα του βήματός του ετριπλασίασεν, αλλά και την σποδόν από το άκρον του σιγάρου του άφησε να πέση και τα ροφήματά του τα ερρόφα τόσον δυνατά, ώστε μολονότι δεν ήτον ακόμη σκότος, ηδυνάμεθα να διακρίνωμεν το καιόμενον άκρον του πούρου του μακρόθεν ως τον φανόν προσεγγιζούσης ατμαμάξης. Η Μάσιγγα εκάθητο πλησίον μου, σιωπηλή τώρα, και η ευδαιμονία μου ήτο τελεία.
— Ίσια, ίσια δεν την θέλει· παραπονείται ότι την άλλην φοράν, όταν την εστείλαμεν, η Βασιλική έτρεχεν εις τα χωράφια να παίζη και τον άφινεν ολομόναχον. Εμένα παρακαλεί να 'πάγω... Η Φωτεινή απ' την γωνιά, όπου εκάθητο, εσπόγγισε τα δάκρυά της και ήλθε. — Στείλε με εμένα, μητέρα. — Εσύ! τόσο μικρή τι θα ημπορέσης να κάμης! — Ω! στείλε με και θα ιδής.
Τρίτον πρόσωπον ήτο μετ' αυτών. Το πρόσωπον τούτο ήτο άγνωστον εις τον Μάχτον. Ήτο γηραιός ανήρ ευπρεπής την περιβολήν και κόσμιος το ήθος. Εκάθητο ούτος επί σκίμποδος, οι δε δύο ίσταντο όρθιοι ενώπιον αυτού. Ωμίλουν και εχειρονόμουν. Τας χειρονομίας τας έβλεπεν, έβλεπε και τα χείλη των κινούμενα, αλλ' η φωνή των δεν ήτο ακουστή.
Και όταν ετσάκιζεν η ημέρα, ώρα εσπερινού, εκάθητο τώρα η γρηά-Κυρατσού, υπό την αυτήν ελαίαν και αυτή, κατάμαυρη ως κορώνη, να φάγη ολίγον ξηρόν άρτον, διάβροχον από τα δάκρυά της. Και εθρήνει μάλλον ή έτρωγεν, η γερόντισσα, βλέπουσα και αυτή το αφρισμένον πέλαγος.
Η Πηγή, περατώσασα την εργασίαν της, εκάθητο ακόμη προ της εστίας, της οποίας η ανταύγεια περιέβαλλε την μορφήν της με αίγλην ροδίνην. Εκ της θερμότητος είχεν εις τα μέλη μίαν ραθυμίαν, μίαν απαλήν έκλυσιν των νεύρων, ήτις ημιέκλειε τα βλέφαρά της.
Τότε εσηκώθηκεν αυτή, που εκάθητο σιμά εις εκείνον τον βδελυρόν και μαύρον αράπην αγαπητικόν της, ωσάν μία λάμια θυμωμένη εναντίον μου, και λέγει μου· αχ σκληροκάρδιε και απάνθρωπε· εσύ είσαι εκείνος που μου επροξένησας τόσας λύπας και αναστεναγμούς; εκαμώθηκα έως τώρα ότι δεν ηξεύρω· το σκληρόν και απάνθρωπόν σου χέρι είνε εκείνο, που κατήντησε το υποκείμενον της αγάπης μου εις τοιαύτην ελεεινήν κατάστασιν και τώρα λαμβάνεις τόσην αυθάδειαν να έλθης και εδώ να με ενοχλήσης και να με φέρης εις τελείαν απελπισίαν; Εγώ θυμωμένος της απεκρίθηκα· εγώ είμαι βέβαια που ετιμώρησα αυτόν τον βρωμερόν αράπην ως του ήρμοζεν αλλ' έπρεπε με τον ίδιον τρόπον να τιμωρήσω και εσένα· δεν δύναμαι πλέον να υπομείνω την αυθάδειαν και αδιαντροπίαν σου, και εσήκωσα το σπαθί διά να την αποκεφαλίσω.
Και συνήθισε κ' εκάθητο εις τον μαρμάρινον εξώστην από 'πάνω από το κύμα, σαν γλάρος του Αιγαίου, με το λευκόν του εσώβρακον, και ότε δεν υπήρχον εκεί πλέον τα δύο πλοία του, ταξειδεύοντα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν