Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Ότε εφθάσαμεν προ της κατοικίας του Μεγάλου Αγά, οι δημογέροντες εισήλθον εντός αυτής, εγώ δ' έμεινα εις τον δρόμον, καθώς και εις Καταρράκτην, περιμένων και αναλογιζόμενος όσα είδα, προ πάντων δε τα αίματα εκείνα επί του τοίχου υπό τον εξώστην. Μετ' ολίγον μ' έκραξαν και ανέβην εις την αίθουσαν, όπου εκάθητο ο Αγάς.

Ήτο δε τοσούτω φοβερώτερος ο κίνδυνος ούτος, όσω η Αϊμά, ως πάντες, ηγνόει ποίοι τινες ήσαν οι αγορασταί και τις ο σκοπός των. Όσον διά τον Πρωτόγυφτον, ούτος εκάθητο ήσυχος εγγύς αυτής, και ουδ' υποπτεύων υπό ποίων λογισμών κατείχετο η νέα. Δεν ησθάνετο την ανάγκην του ν' απολογηθή προς την Αϊμάν, αλλά τη έλεγεν ηρέμα·

Ενώ εκάθητο λοιπόν την νύκτα, βλέπει έξαφνα τον μεγάλον Κλώσον και ανοίγει σιγά σιγά την θύραν, με τον πέλεκύν του εις το χέρι· έπειτα προχωρεί προς το κρεβάτι, και κτυπά κατακέφαλα την αποθαμένην γραίαν με τον πέλεκυν. — Άλλην μίαν φοράν, λέγει, δεν με κάμνεις μασκαράν. Και έφυγε με την ιδέαν ότι εσκότωσε τον μικρόν Κλώσον. — Τι κακός άνθρωπος! είπεν ο μικρός Κλώσος. Ήθελε να με σκοτώση.

Η φράουλα μετά τινα έτη είχε διαδοθή και εις άλλα προάστεια. Το δε μεγαλείτερον κέρδος του περιφήμου κήπου του Γέρω-Λαχανά εμειώθη. Εμειώθη και το μίσθωμα. Μία δύο πλημμύραι προς τούτοις είχον καταστρέψει μέρος του περιβολίου, αφορία δε άλλη και ξηρασία έβλαψαν τα λαχανικά. Το έτος εκείνο δεν έδωκε μίσθωμα ο ενοικιαστής. Ο Σπύρος εκάθητο μίαν πρωίαν ανοίξεως συλλογισμένος.

Ναι, αυθέντα, αλλ' ανεκάλυψα την έννοιαν του σημείου το οποίον είχε χαράξει έμπροσθέν σου· γνωρίζω τίνες είναι οι άνθρωποι, οίτινες την ήρπασαν και γνωρίζω ποίαν θεότητα λατρεύουσιν. Ο Βινίκιος ηθέλησε να αναπηδήση από του σκίμποδος, εφ' ου εκάθητο, αλλ' ο Πετρώνιος του έθεσε την χείρα επί του ώμου και είπεν: — Εξακολούθει.

Διότι καθώς εκάθητο εκεί επί παρουσία του πολυαγαπήτου και σεσωσμένου αδελφού της, και του βαθύτερον ακόμη λατρευομένου Κυρίου της, η Μαρία δεν ηδυνήθη πλέον να συγκρατήση τα αισθήματά της. Δεν ησχολείτο όπως η αδελφή της εις την διακονίαν του δείπνου.

Αλλ' εάν κανείς δεν ετιμώρησε τον πρώτον, εάν κανείς δεν ανέλαβε την υπεράσπισιν του Χριστού κατά την ώραν του πάθους του, ποίος λοιπόν θα θελήση να τιμωρήση τούτον εδώ, ποίος λοιπόν θα συντρίψη την κεφαλήν του όφεως τούτου, ποίος θα τον εξαφανίση πριν ομιλήση εις τον Καίσαρα; Ο Ουρβανός, όστις μέχρι της στιγμής ταύτης εκάθητο επί του λίθου, ηγέρθη αιφνιδίως και είπεν: — Εγώ, πάτερ μου!

— Ο ευγενής Βινίκιος επέστρεψεν; ηρώτησεν ο Πετρώνιος, όταν έφθασεν εις τον οίκον του. — Προ ολίγου επέστρεψεν, απεκρίθη είς δούλος. — Ώστε, δεν την ηλευθέρωσεν, είπε καθ' εαυτόν ο Πετρώνιος. Ρίψας την τήβεννόν του, έσπευσεν εις το άτριον. Ο Βινίκιος εκάθητο επί τρίποδος με την κεφαλήν μεταξύ των χειρών, στηρίζων τους αγκώνας επί των γονάτων και έκλαιεν.

Εκάθητο, καπνίζων πάντοτε το τσιμπούκι του, με τον μέγαν κόμβον τον ηλέκτρινον, κ' ερρέμβαζε, προς το ευρύ πέλαγος θεωρών, όπου η φαντασία του απεικόνιζε τα δύο ιστιοφόρα, τα οποία τάχα μακρά, μαύρα, με άσπρο μπούρδο, με υψηλόν και κομψόν εξαρτισμόν, με χρυσά κορζέτα, λάμποντα εις τον ήλιον, μ' εξανεμιζομένην την πλατείαν και μακράν σημαίαν, έκαμνον βόλταις, έξω από τα νησιά, ζεύγος δελφίνων ολισθηρόν, συνωρίς τρυφερά τριτώνων.

Όταν δε η Ζερβούδαινα έμαθεν ότι έπαυσεν η καταδίωξις του Μανώλη και ότι εκείνας τας ημέρας επεριμένετο, κατελήφθη υπό τοιαύτης ανυπομονησίας, ώστε δεν ηδύνατο να εύρη στιγμής ησυχίαν. Εκάθητο, εσηκώνετο, παρετήρει από το παράθυρον, έτρεχεν εις την θύραν, οσάκις ήκουεν ανδρικά βήματα η φωνήν ομοιάζουσαν προς την φωνήν του Μανώλη, εξήρχετο, επέστρεφε και πάλιν μετ' ολίγον έτρεχεν έξω.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν