United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκάθητο δε εις την τράπεζαν η γυναίκα του γεωργού και ένας καλόγηρος· η νοικοκυρά έχυνε κρασί εις το ποτήρι του καλογήρου, εκείνος δε άπλωνε το πηρούνι του εις το ψάρι, και εφαίνετο ότι το νοστιμεύεται. — Αχ, να είχα και εγώ κομμάτι, είπε μέσα του ο μικρός Κλώσος, και έσκυψε διά να βλέπη καλλίτερα, και είδε παρέκει μίαν ωραίαν πήταν. — Ψυχή μου! Τι ωραίον συμπόσιον!

Και δι' αυτό φέρει το όνομα νόμισμα, διότι δεν υπάρχει εκ φύσεως, αλλά κατά νόμον, και είναι εις την εξουσίαν μας να το μεταβάλωμεν και να το καταστήσωμεν άχρηστον. Και λοιπόν θα υπάρξουν τα αντίποινα, όταν γίνη εξίσωσις, ώστε οποίον λόγον έχει ο γεωργός προς τον υποδηματοποιόν, τον αυτόν λόγον πρέπει να έχη το προϊόν του υποδηματοποιού προς το προϊόν του γεωργού.

Τα παράθυρα ήσαν κλειστά απ' έξω, αλλά επάνω από τα παραθυρόφυλλα εφαίνετο φως. — Ίσως με αφήσουν να ξενυκτήσω εδώ, είπεν ο μικρός Κλώσος, και υπήγε και εκτύπησεν εις την θύραν του γεωργού. Η νοικοκυρά ήλθε και του ήνοιξε, αλλά άμα ήκουσε τι ζητεί, του είπε να πηγαίνη εις το καλόν, διότι ο άνδρας της ήτο έξω και δεν ήθελε να δεχθή ξένον άνθρωπον, και του έκλεισε την θύραν.

Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να σπείρη, κ' έκαμνε τρις το σημείον του Σταυρού, κ' έλεγεν· «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το χωράφι, για να φάνε όλ' οι ξένοι κ' οι διαβάτες, και τα πετεινά τουρανού, και να πάρω κ' εγώ τον κόπο μουΕγώ, χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω το εθέριζα εν μέρει.

Ο Φλεβάρης είνε μην μεσήλιξ, υψηλός, εύρωστος, με μακράν υπόλευκον γενειάδα και κόμην άφθονον, καταπίπτουσαν ατάκτως επί των ώμων του. Φορεί το γαλάζιο σεγούνι και το λευκόν μάλλινον 'σωπάνι, απαραίτητα ενδύματα του γεωργού των χωρίων.

Η πόλις ήτο μακράν, ο δε δρόμος επερνούσε από έν σκοτεινόν δάσος, και ο καιρός εχάλασεν ενώ επήγαινεν, ώστε έχασε τον δρόμον του ο μικρός Κλώσος, και έως να τον εύρη πάλιν, ενύκτωσε, και δεν επρόφθαινε πλέον ούτε εις την πόλιν να υπάγη, ούτε εις το χωρίον να επιστρέψη. Εκεί, κοντά εις τον δρόμον του παρετήρησε και είδε την κατοικίαν ενός γεωργού.

Ο ίδιος όστις επώλησε χθες τον βουν ή τον αγρόν του δεινός γεωργού, ο ίδιος θα δανείση αύριον τον αυτόν γεωργόν ή θα τον πιστώση, επιφυλαττόμενος μετ' ου πολύ να του πωλήση την οικίαν ή την άμπελον.

Λέγει το βόιδι· ειπέ μου, να ζης, τι ήκουσες; ήξευρε ότι ο αυθέντης μας είπε του γεωργού αυτά τα θλιβερά λόγια, ήγουν, επειδή και το βόιδι δεν τρώγει, ούτε ημπορεί να σταθή εις τα ποδάρια του, αύριον να κράξης τον μακελλάρην να το σφάξη, και το μεν κρέας το αλατίζομεν, το δε δέρμα του το δίδομεν να το αργάσουν, διότι θέλει μας χρειασθή.

Φαίδρος Ούτω πως, καλά λέγεις Σωκράτη, θα έκαμνε διά τα μεν σοβαρώς, διά τα άλλα αλλέως. Σωκράτης Ο δε ασχολούμενος εις τας επιστήμας των δικαίων, των ωραίων ή των αγαθών θα είπομεν ότι είναι ολιγώτερον σοφός του γεωργού εις τα ιδικά του σπέρματα; Φαίδρος Καθολοκληρίαν όχι βεβαίως.

Ουδεμία αηδών ηκούσθη μινυρίζουσα εις τους δρυμώνας, ουδείς βοσκός ηκούσθη φυσών χαρμοσύνως τον αυλόν του επί των βράχων, και ουδέν έρρυθμον άσμα υλοτόμου ή γεωργού επράυνε τον σκληρόν και μονότονον κτύπον της σκαπάνης και του πελέκεως.