United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή λοιπόν η γυνή απέθανε την παρελθούσαν παρασκευήν εν Αθήναις, και εκηδεύθη την επαύριον, προπεμφθείσα εις τον τάφον . . . . υπό εικοσάδος ανθρώπων, και τούτων εκ των λαϊκών στρωμάτων. Ναι, αγαπητή μου!

Εσυμφωνήσαμεν πού εντός του χωρίου θα τον εύρω την επαύριον, ηγόρασα αξίνην διά να φαίνωμαι ως εργάτης πηγαίνων δι' ημερομίσθιον, και τον απεχαιρέτησα. Ήτο ανήσυχος και πλήρης φόβων εκείνος, αλλ' εγώ ησθανόμην την καρδίαν μου ελαφράν. Είχα προαίσθημα ότι θα επιτύχω.

Αλλ' ενταύθα ουδεμίαν εύρισκα ηδονήν εις τας χρεωστικάς ταύτας επισκέψεις. Ο νους μου ήτο αλλού, η δε απόφασις του ν' αναχωρήσωμεν την επαύριον μου αποκαθίστα όλως αδιαφόρους τας εφημέρους εκείνας γνωριμίας. Προς δε τούτοις επηύξανε την κακήν μου διάθεσιν και η αϋπνία της νυκτός. Ούτε ο Νίκος εφαίνετο καλλίτερον διατεθειμένος.

Την επαύριον εξημέρωσε και το Χρυσώ πρωί-πρωί με τους κώδωνας της λειτουργίας υπό μυστικής ωθουμένη δυνάμεως, η συμπαθής κόρη, προσευχηθείσα κατά πρώτον, ενεδύθη τα καλλίτερά της φορέματα χαίρουσα πλέον η πολυπαθής αρραβωνιστική. Η Μιλάχρω ωσαύτως ήτο στολισμένη ως διά γάμους.

Την επαύριον εσπέραν ο κυρ Δημήτρης, δειπνήσας συντομώτερον και του συνήθους, έπλυνε πρώτον τας χείρας αυτού και το πρόσωπον, υπεδύθη κατόπιν έν ζεύγος καινουργών δήθεν σανδαλιών, άτινα από πέντε ήδη ετών εφύλαττεν η Μαριώ εντός παλαιού ερμαρίου διά τας δ ε σ π ο τ ι κ ά ς ε ο ρ τ ά ς, εφόρεσε το καλόν του φέσιον, και ευτρεπίσας όσον κάλλιον ηδύνατο την λοιπήν αυτού αναβολήν, ητοιμάσθη να εξέλθη, λέγων·

Την επαύριον πρωίαν εύρον το πρόσωπον νεκρόν εις το κρεββάτι, και η ιατροδικαστική γνωμάτευσις ήτο ότι: «απέθανεν από την επίσκεψιν του Θεού». Εκληρονόμησα την περιουσίαν του και εκαλοπερνούσα επί πολλά έτη. Ούτε μίαν φοράν δεν επέρασεν από το μυαλό μου ότι ήτο δυνατόν ν' ανακαλυφθή το έγκλημα. Εξηφάνισα επιμελώς και τα υπόλοιπα του κηρίου.

Αλλ' η διδασκάλισσα του χωρίου, φλύαρος γεροντοκόρη, το είπεν εις τα μικρά κοριτσάκια αργολογούσα την επαύριον, και το δυστύχημα εφανερώθη μίαν εβδομάδα προ του αγίου Νικολάου.

Την επαύριον, όταν ωδήγησε τους τρεις ναυαγούς εις την πολίχνην, ο επιστάτης της λίμνης αφού έπιε τρεις μαστίχας, διηγείτο εις έν καπηλείον εις επήκοον πολλών·

Όταν απεχωρίσθην από αυτόν, την νύκτα του επεισοδίου τούτου, με παρεκάλεσε μετ' επιμονής, η οποία μ' εξέπληξε, να μεταβώ προς επίσκεψίν του την επαύριον λίαν πρωί. Ολίγον μετά την ανατολήν του ηλίου μετέβην εις το μέγαρόν του.

Δεν εζήτησα πλειοτέρας διασαφήσεις, αλλ' έκυψα σιωπηλώς την κεφαλήν. Ο Παππά-Σεραφείμ ενόησε την στενοχωρίαν μου και εξηκολούθησεν ως εξής·Επί τέλους και μετά πολλά έπεισα και τον Χρήστον και τους — ή μάλλον ταςπερί αυτόν, και απεφασίσθη να υπάγη εις Αθήνας. Ήθελε ν' αναχωρήση την επαύριον. Επέμεινα και επί τέλους κατώρθωσα να φύγη αμέσως, υποσχεθείς να τον συνοδεύσω.