United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη χωρίζεστε παιδιά μου, Οχ τα ίχνη τα δικά μου. Στο ποτάμι μέσα τρέξτε Όσο θέλετε, και παίξτε. Στα ριχά μη ξεγελιέστε, Και στης άκραις να πλανιέστε. Είναι οχτροί, και φυλαχτήτε, Να μη τύχη και βλαφτήτε. Έτζι τα ψαρόπουλά του, Σέρνοντάς τα από κοντά του, Εσυμβούλευε το Ψάρι, Με αγάπη και με χάρι.

Τώρα πλεια οι ψήφοι μάς περισσεύουν! Αλλ' ο Μανώλης ο Πολύχρονος, λίαν πεπειραμένος περί τα τοιαύτα έσεισεν οικτιρμόνως την κεφαλήν και του είπε·Αχ! δεν ξέρεις, παιδί μ', απ' αυτά. Το ψάρι, ενώ θαρρείς ότι το κρατείς, έξαφνα γλυστράει και φεύγει. «Χάνος είμαι, χάνομαι . . . μπέρκα 'μαι, δεν πιάνουμαι . . . γιούλος είμαι σε γελώ . . . και τα δίχτυα σου χαλώ».

Αλλά διά μιας, την ιδίαν στιγμήν, τον έχαψεν έν μεγάλον ψάρι. Εκεί δα μέσα ήτο σκότος βαθύ! Πολύ πλέον σκοτεινά από την υπόνομον. Και πόσον στενόχωρα! Εξαπλωμένος εκεί, μέσα εις το ψάρι, ο στρατιώτης εκρατούσε πάντοτε το όπλον του. Το ψάρι επηδούσεν επάνω και κάτω, και έκαμνε ακατάπαυστα διαφόρους κινήσεις. Έξαφνα εσταμάτησε. Ο στρατιώτης δεν ήξευρε τι τρέχει.

Ήταν άγριος και κακός σε μένα όπως και στους ναύτες του. Εκείνοι απόφευγαν να δουλέψουν κοντά του. Κάλλιο σκλάβος στ' Αλιτζέριπαρά με τον Καλιγέρη, έλεγαν για να δείξουν την απονιά του. Τους έψηνε τα ψάρι στα χείλη. Όχι μόνον στη δουλειά μα και στο φαγί και στην πληρωμή ακόμη.

Μ' αληθινά φοβήθηκα, γιατ' είπα μήπως είνε κανένα ψάρι 'ξωτικό ή ψάρι μαγεμμένο. Προσεκτικά ξεκάρφωσα ταγκίστρι από τα χείλη, μήπως τυχόν το σίδερο του ξύση το χρυσάφι· τώρριξα απάνω σ' τη στεριά κι ωρκίστηκα και είπα πως δε θε να πατήσω πια σ' το πέλαγος το πόδι, παρά θα ζήσω σ' τη στεριά με το χρυσάφι πούχω. Τα είδ' αυτά και 'ξύπνησα.

Πω πω, τι μάχη γίνεται γύρω εις το δόλωμα και πώς ερρίχθηκαν όλοι εις το σύκον, ενώ άλλοι έχουν κολλήση επάνω εις το χρυσάφι. Αλλά επιάστηκε ένας εις το αγκίστρι από τους πλέον δυνατούς. Δεν μου λες εις ποίαν σχολήν ανήκεις; Αλλ' είμαι γελοίος να ζητώ από ένα ψάρι να μιλήση, αφού ξέρω ότι τα ψάρια είνε άφωνα. Αντ' αυτού λέγε συ, Έλεγχε, ποίον έχει διδάσκαλον. ΕΛΕΓΧ. Τον Χρύσιππον.

Αν έχη να ρίξη αστροπελέκια σαν πρώτα, δεν ηξέρω που να κρυφθώ· κείνο το σύγνεφο πρέπει να πέση νεροποντή. — Τι έχουμ' εδώ; είν' άνθρωπος, ή ψάρι; ψόφιο, ή ζωντανό; ψάρι· βρωμάει σαν ψάρι· ένα ψάρι σπάνιο! μία παλιά και ψαρίστικη βρώμα!

Ετάραξα το δόλωμα και κάποιο τρυφερούδι γλυκάθηκε κ' ετσίμπησε και πιάστηκε σ' ταγκίστριΌποιος πεινά στον ύπνο του πάντα καρβέλια βλέπει κ' εγ' όλο βλέπω ψαρικές και σ' τώνειρό μου ακόμα, — λοιπόν το ψάρι επιάστηκε και 'μάτωσε ταγκίστρι, κ' εγώ σφιχτά στα χέρια μου κρατούσα το καλάμι, γιατί το ψάρι εσπάραζε και το καλάμι ελύγα.

Και βέβαια, του απεκρίθη ο γεωργός· αλλά πρώτα να φάγωμεν τίποτε. Η γυναίκα τους εδέχθη πολύ καλά, και τους έστρωσε την τράπεζαν, και τους έδωκε ψωμί και τυρί. Ο άνδρας της επεινούσε και έτρωγε με όρεξιν. Αλλά του μικρού Κλώσου ο νους ήτο εις το ψητόν και το ψάρι και το κρασί, τα οποία ήσαν κρυμμένα εις τον φούρνον.

Ανέβη λοιπόν ο μικρός Κλώσος εις την σκέπην του κτιρίου, και εβολεύθη όπως καλλίτερα ημπορούσε διά να κοιμηθή. Αλλά απ’ εκεί επάνω ημπορούσε να βλέπη τι εγίνετο μέσα εις την οικίαν, διότι τα παραθυρόφυλλα δεν εσκέπαζαν τα παράθυρα έως επάνω. Είδε λοιπόν μίαν μεγάλην τράπεζαν στρωμένην, και επάνω εις την τράπεζαν κρασί και κρέας ψητόν και έν μεγάλον ψάρι.