United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα γλυκοχαράμματα είχαν σηκωθή, εστολίσθησαν κ' εκίνησαν να πάγουν εις τον Άι-Γεώργην. Αλλ' εις τον μισόν δρόμον εστάθησαν, κ' εγύρισαν πίσω, κ' επαράγγειλαν εις τον παπάν να μη λειτουργήση. Τι ταις είχε συμβή; Αι γειτόνισσαι διηγούντο ότι συνήντησαν καθ' οδόν τον Στέλιον, μετά.......εις σχήμα γνωστού καλογήρου, όστις ταις είπε «να μη κάνουν λειτουργίες, δεν πιάνονται».

Εκάθητο δε εις την τράπεζαν η γυναίκα του γεωργού και ένας καλόγηρος· η νοικοκυρά έχυνε κρασί εις το ποτήρι του καλογήρου, εκείνος δε άπλωνε το πηρούνι του εις το ψάρι, και εφαίνετο ότι το νοστιμεύεται. — Αχ, να είχα και εγώ κομμάτι, είπε μέσα του ο μικρός Κλώσος, και έσκυψε διά να βλέπη καλλίτερα, και είδε παρέκει μίαν ωραίαν πήταν. — Ψυχή μου! Τι ωραίον συμπόσιον!

Ούτως εξέπεσεν η Γιούθα από της κλίνης δεσπότου εις τας αγκάλας καλογήρου, ως και σήμερον εν Αγγλία οι υψηλοί πίλοι από των κροτάφων διπλωμάτου εις την κεφαλήν επαίτου· καθότι εις τον ευνομούμενον εκείνον τόπον πολλοί μεν αποθνήσκουσι της πείνης, πολλοί δε προσβάλλουσι την αιδώ δι' έλλειψιν υποκαμίσου, αλλά πάντες, γερουσιασταί και νεκροθάπται, κόμητες και ψωμοζήται φέρουσι πίλον υψηλόν, όστις θεωρείται εκεί ως το παλλάδιον της συνταγματικής ισότητος.

Επί τινας στιγμάς εσκέφθη να συμπαραλάβη αυτόν εις τας νέας περιπλανήσεις της· αλλ' η ιδιότροπος ζηλεία του πτωχού καλογήρου, τρέφοντος εσκωριασμένην ιδέαν, ότι αι γυναίκες πρέπει να έχωσιν ένα μόνον εραστήν, ως οι όνοι εν μόνον σάγμα και οι λαοί ένα βασιλέα, καθίστα αυτόν σκεύος οχληρόν και δυσμετακόμιστον.

Εξέφρασε μόνον προς αυτούς την εναντίον του καλογήρου αγανάκτησίν του και είπεν ότι βέβαια, αν τον συνήντων καμμίαν ημέραν, θα του τον εσυγύριζαν καλά με τα δόντια των. Ως προέβλεπεν ο Μανώλης, ο πατήρ του μετέβη εις την στάνην με σκοπόν να τον επαναφέρη διά της πειθούς ή και διά της βίας εις το σχολείον. Μετέβη πολλάκις, αλλ' εις μάτην εκοπίασεν.

Αφού ετελείωσεν η μεταμόρφωσις, ωδήγησεν αυτήν ο Φρουμέντιος εις το χείλος της λίμνης, ίνα κατοπτρισθή. Ουδέποτε είχε σφίγξει σχοινίον την οσφύν ερασμιωτέρου καλογήρου, το δε πρόσωπον αυτής έλαμπεν υπό το μοναχικόν κουκούλιον ως μαργαρίτης εντός του οστράκου.

Κλαίει! Τι κλαίει αυτός εκεί; Καλόγηρος να κλαίη! Και τίνος το βλαμμένο αυτό το μοιρολόγι λέει;.. Ακούω·.. λόγια καθαρά: — Ελένη μου, παιδιά μου, Αγαπημένα Γιάννινα! — Ω, τι ακούν' τ' αυτιά μου!.. Μεμιάς φωναίς κι' αλαλαγμός από το Μεσολόγγι. Και μια μεγάλη αναλαμπή, οπού βουνά και λόγγοι Λάμπουνε 'σάν να καίγονται, τον κόβουνε το κλάμα Του γέρου του Καλόγηρου.

ΡΩΜΑΙΟΣ Αυτό μου έμελε; Λοιπόν, δεν σας ψηφώ, αστέρια! — Πήγαιν' εκεί που κατοικώ· χαρτί να γράψω θέλω· κ' ενοίκειασέ μου άλογα. Αναχωρώ απόψε. ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Υπομονή, αυθέντα μου. Το πρόσωπόν σου είναι αγριευμένον και χλωμόν. Φοβούμαι μη ξεσπάση καμμία νέα συμφορά. ΡΩΜΑΙΟΣ Μην έχης τέτοιον φόβον. Πήγαινε τώρα· άφες με, κι' ό,τι σου είπα κάμε. Του καλογήρου γράμματα δεν έχεις να μου δώσης;

ΡΩΜΑΙΟΣ Απ' την Βερώναν μήνυμα! Τι γίνεσαι, Βαλτάσσαρ; Του καλογήρου γράμματα μου φέρνεις; δόσε μου τα. Πώς είναι η γυναίκα μου; Τι κάμνουν οι γονείς μου, Τι κάμν' η Ιουλιέτα μου; Το ερωτώ και πάλιν. Όταν εκείν' ήναι καλά, κανείς κακά δεν είναι.

Μετά δε την τελετήν εξήγαγεν ο Φρουμέντιος εκ του δισακκίου ανδρικήν στολήν καλογήρου, την οποίαν παρεκάλεσε την φίλην του να ενδυθή, ίνα γείνη δεκτή ως νεοφώτιστος εις την Μονήν της Φούλδας.