United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Σπύρος τότε του Γέρω-Λαχανά, ανοίξας την ομβρέλλαν του, είχεν αυτήν την πρόνοιαν, με όλην την ανικανότητά του ήτο γεμάτος πονηρίαν, ανέμενε να παύση, η βροχή κ' εξηκολούθει να συστρέφη την τεραστίαν ροκάναν.

Οι γαμπροί εδώ οι ξύλινοι, μια δραχμή ο ένας, η νύμφες αυταίς ένα δίδραχμο. Τα κουκλάκια τριάντα λεπτά! — Καλά, μπάρμα-Σταυρή, καλά, είπεν ο Σπύρος, σείων θλιβερώς την κεφαλήν του, φθάνει, μη κουράζεσαι.

Και ενώ ο μπάρμπα Σταυρής έκλειε την αυλόπορταν σταθείς είπε: — Καλό είνε παιδί μου, το καθησιό, μα το ξάπλωμα είνε ακόμα καλλίτερο! — Δεν θα σ' ενοχλώ πλεια, Αρφανούλα μου, είπε με χαράν μίαν εσπέραν μετά ταύτα ο Σπύρος προς την αδελφήν του.

Το βράδυ, ότε επέστρεφεν η Αρφανούλα από το εργοστάσιον, με λύπην της τον έβλεπε τον αδελφόν της κατακομμένον ως να έσκαπτε, με τους δακτύλους της δεξιάς του πληγωμένους και καταμελανωμένους. Αλλά δεν ωμίλει, μήπως και συνειθίση. Ούτε ο Σπύρος ωμίλει μήπως και συνειθίση.

Αλλ' ο Σπύρος τα διέψευδεν. Έλεγεν ότι τα διαδίδει αυτά ένας φούρναρης εκεί δίπλα του, ο οποίος αφού είδεν ότι το μαγαζάκι του έκαμνε δουλειά, παρήγγειλε και αυτός και του έφκιασαν μέσα εις τον φούρνον μια μόστρα και έβαλε κάμποσα ψιλικά και αυτός και τα κατέβασεν ελεεινά, και η αλήθεια είνε ότι του έκοψε του Σπύρου τους μουστερήδες.

Τον περίφημον κήπον είχε μεταβάλει ο Κηφισσός εις κοίτην του. Εδέχετο δε να έλθη εις συμβιβασμόν μαζί της, αν του έδιδεν ολίγα κεφάλαια ν' ανοίξη ένα εμπορικάκι, εκεί κατά την Αγίαν Μαρίναν. Ήτο πληθυσμός παιδιών μικρών εις την εργατικήν εκείνην συνοικίαν κ' ήλπιζε να κερδίζη πολλά ο Σπύρος από το μικρόν εμπορικάκι ψευτολογών τα μικρά. Αλλά η Αρφανούλα ήτο άκαμπτος.

Ο μπάρμπα-Στεφανής ήτο με την &νιτσεράδα& του, με τον κηρωτόν πίλον του, με τον ιμάντα δεδεμένον υπό τον πώγωνα, με τα μακρά πτερύγια σκεπάζοντα τα ώτα, και ο υιός του Σπύρος, ο καλούμενος κοινώς το Μπερκάκι, με τας πρεκνάδας και με τας βούλας εις το πρόσωπον, ήτο με τα μανίκια της μαλλίνης καμιζόλας του ανασφουγγωμένος ως τους αγκώνας. Ευτυχώς δεν εχιόνιζεν, αλλ' ο άνεμος ήτο παγερός.

Τι; τον ρώτησε τέταρτος. — Τι;.... Έχομε το παιδί του εδώ πέρα... — Και σαν τώχομε; — Να το βάλωμε στη θέση του πατέρα του....... κριτή. — Μπρε αλήθεια! Να το βάλωμε κριτή. Αν και μικρό ακόμα, θα ξέρη να ειπή κάτι, ως παιδί του κριτή μας. — ΣπύροφώναξεΣπύρο Τι γίνεται ο Σπύρος του κυρ-Χρήστου;

Οσάκις δε εγίνετο λόγος περί εργασιών ή θέσεων έλεγε προς τον Μπάρμπα-Σταυρήν, όστις συχνά τον επεσκέπτετο. — Ωχ, αδερφέ, βαρέθηκα να κάθωμαι από το πρωί ως το βράδυ εδώ στον μπάγκο. Επόπτης εις την σταφίδα. Εκείνη η εργασία μου αρέσει. Γλυκεία, σταφιδένια θεσούλα. Μα που θα μου πάη. Δεν θα τον ρίξουν τον γέρω καμμιά φορά... Ας παρεπονείτο ο Σπύρος. Έτσι το έκαμνε.

Και είχεν η Αρφανούλα το σχέδιον, σύμφωνα με τας ιδέας του Μπάρμπα-Σταυρή, με τον καιρόν, ν' ανοίξη ίδιον εργοστάσιον, ώστε να μη καρπούται άλλος τα κέρδη της ευφυίας της. Αλλ' ο Σπύρος ο αδελφός της, αργός από πρωίας έως εσπέρας, εγένετο πάντοτε κώλυμα ανυπέρβλητον εις τα σχέδιά της εκείνα. Πώς να τον αφήση; Τον αγαπούσε. Τον επροστάτευεν.