United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βγήκαμε και τονε φέραμε μέσα. Αχ, και πώς να το ξεχάσω το πικρό του χαμόγελο! Πρέπει νάμειν' έτσι το πρόσωπό του από τη στιγμή που έπεσα πάνω του και τον πασπάτευα να δω α ζούσε ακόμα. Πού να την ιστορήσω την ανιστόρητη εκείνη τη νύχτα, παιδί μου! Αποφασίσαμε να μείνουμε, και να μη φύγουμε.

Σεμνότης, αχ! πού είναι η εντροπαλή θωριά σου; Επαναστάτη Άδη, αν τόσην ημπορείς να φέρης ανταρσίαντα κόκκαλα της γυναικός 'πού 'ναι μητέρα, τότετην φλόγα της νεότητος ας λυώση η αρετή 'σάν το κερί, — μην εντραπήτε ανόλην την ορμήν του σας νικά το πάθος, αφού και ο πάγος μ' άλλην τόσην λαύραν καίει, και ο λόγος εις τον πόθον γίνεται μαυλίστρα. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αμλέτε, ω παύσε!

Καιτην κορφή βαλμένη Μύθους και γεροντόλογα θα μολογά η γρηά μου. — Αχ, πότε θάρθ' η άνοιξη! — Αναστενάζεις, Διάκο; Ε, μη χολιάτε, ωρέ παιδιά, τρεις μήνες είνε ακόμα. Σαν δύση ο ήλιος τ' Απριλιού και λυώσουνε τα χιόνια Και χορταριάσουν η πλαγιές κι' ανθίσ' η αριά κι' ο γράβος, Δικά μας είνε τα βουνά, τρεις μήνες είνε ακόμα.

ΠΥΡΓΓΟΝ Εκ της λειεντερίας εις την δυσεντερίαν. ΑΡΓΓΑΝ Κύριε Πυργγόν! κ. ΠΥΡΓΓΟΝ Εκ της δυσεντερίας εις την υδρωπικίαν. ΑΡΓΓΑΝ Κύριε Πυργγόν. κ. ΠΥΡΓΓΟΝ Εκ της υδρωπικίας εις την στέρησιν της ζωής. Εκεί θα σας οδηγήση η παραφροσύνη σας. ΑΡΓΓΑΝ Αχ! Θεέ μου! επέθανα! Αδελφέ μου, με κατέστρεψες. ΒΕΡΑΛΔΟΣ Πώς; γιατί; ΑΡΓΓΑΝ Δεν αντέχω πλέον. Αισθάνομαι την εκδίκησι της ιατρικής.

Αχ! γιατί να στο δώσω; Μα μπορώ και να σου κρύψω τίποτις; Εσύ είσαι φίλος μου, ναι! ο καλήτερός μου φίλος είσαι συ· από παιδί σε γνωρίζω και σ' αγαπώ· έχω θάρρος, έχω εμπιστοσύνη μαζί σου και για τούτο έτρεξα αμέσως να σου δείξω και το γράμμα του, για τούτο δε σου έκρυψα και τα κλάματά μου. Δεν ξέρω γιατί έκλαιγα· ζαλίστηκα κ' έκλαψα.

Έπειτα, όλο να φωνάζουμε πως είναι πρόστυχη η γλώσσα, μήπως δεν είναι και τούτο δεισιδαιμονία και πρόληψη; Πρέπει να λέμε το εναντίο. Αχ! πόσο θα μ' άρεζε να τόλεγαν πρώτα πρώτα οι κυρίες! Για κείνες πολεμούμε, για να μας διαβάζουν εκείνες, πότε να γελούν, πότε και να δακρίζουν. Την ψυχή μας βγάζουμε για να διασκεδάσουνε μια ώρα και να μη βαρεθούν τα δύστυχά μας τα βιβλία.

Αχ! τι ώμορφος, που είταν ο πατερούλης μ'! Ψηλός, ασπροκόκκινος, μαυρομμάτης, μαυροφρύδης και μαυρομούστακος. Άγγελος γραμμένος, βαβούλα μ'! Τι πατέρα ώμορφον έχω η καημένη και δεν το γνώριζα ως τα τώρα!

Σπλαχνίσου με, όσο ακόμα ζω, τον άμοιρο κι' εμένα, αχ ο πικρός! που στη μπασιά των γερατιών μου ο Δίας 60 θα με ξοντώσει ανήμερα, πολλά αφού δω μαρτύρια, σφαγμένους γιους και στη σκλαβιά τις κόρες παγεμένες, στερνά κι' εμένα που σκυλιά του δρόμου θα με κάνουν 66 κοψίδια ομπρός στα ξώθυρα, όταν κοντάρι ή σπάθα μου ρήξει κατά γης νεκρό το γέρικο κουφάρι

Αχ, Κυρά της αποκρίθηκα εγώ, διατί εις το μέσον της αγαλλιάσεώς μας φαντάζεσαι πράγματα θλιβερά χωρίς αιτίαν; Ετούτα που εγώ στοχάζομαι απεκρίθηκεν αυτή, δεν είνε στοχασμοί εις τον αέρα, μα είνε θεμελιωμένοι, και βέβαιοι, και εγώ μόνη ηξεύρω εκείνο που θέλει με βασανίσει· η βασιλοπούλα Τζελίκα σε αγαπά κατά πολλά· η οποία γλήγορα θέλει, λύσει την σιωπήν της, και θέλει σου φανερώσει την ευτυχίαν σου, και οπόταν αυτή θέλει σε κηρύξει αγαπητικόν της, εσύ εξ αποφάσεως διά την ευτυχίαν σου θέλεις αφήσει εμένα μην ημπορώντας να κάμης αλλέως, διά την τιμήν που μέλλεις να λάβης από αυτήν και τούτη είνε η θλίψις που απαντυχαίνω.

Τους άκουσε και φοβήθηκε. Και να, τώρα· πάνε πέντε χρόνια κ' είνε καλύτερα απ' τον καθένα τίποτε δεν τον πείραξε. Όλο το κακό ήτανε ναφήση τη θάλασσα, να μαραζώση στη στερηά, να θάβη τον κόσμο, να γενή παπάςΘεέ μου, συχώρεσέ με. Αχ! και να ήτανε ένα πανάκι, να τον πάρη στο γιαλό, στο πέλαγο, να χόρταση αέρα βάλσαμο, να πιή την αλμύρα με τη φούχτα του!