United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μον μέσα τώρα πήγαινε να κάτσεις στις δουλιές σου, 490 στη ρόκα και στον αργαλιό, και βάλε και τις σκλάβες· όσο για πόλεμο που λες, οι άντρες θα φροντίσουν, όλοι κι' απ' όλους πρώτα εγώ, όσοι κι' αν ζουν στην ΤροίαΕίπε, και τότες σήκωσε το κράνος του από χάμου. 495 Κι' η Αντρομάχη κίνησε στον πύργο να γυρίσει, τηρώντας πίσω, κι' έχυνε πικρά και μάβρα δάκρια.

Εκεί, των βράχων μεταξύ Καλύβη αχυρίνη Εφαίνετο, και παρ' αυτήν Εφλοίσβει ψυχρά κρήνη. Την κρήνην πέριξ σταύλοι τρεις Εκύκλουν αραιοί. Μάνδρα των σταύλων κάτωθεν Εκτείνετο ευρεία. Εντός αυτής εβέλαζον Μικρά, λευκά, αρνία. Πλησίον των μητέρων των. Και προς το χλοερόν. Εξήρχοντ' οροπέδιον. Ενώ εις τον αιθέρα Γλυκείας έχυνε φωνάς Ποιμένος η φλογέρα. Κ' είς άλλος πέραν, Έψαλλε· το δ' άσμα θλιβερόν.

Ο Κακαμπός, που έχυνε κρασί σ' έναν απ' αυτούς τους έξι ξένους, πλησίασε στ' αυτί του αφέντη του, κατά το τέλος του δείπνου, και τούπε: — Η Μεγαλειότητά σας ημπορεί ν' αναχωρήση όποτε θέλη, το καράβι είναι έτοιμο. Αφού είπε αυτές τις λέξεις, βγήκε έξω.

Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι απέραντο, καταπράσινο και μοσκοβολισμένο περιβόλι! Και τ' ήταν αυτός παρά ένας και μοναχός τραγουδιστής, που έχυνε τη φωνή του όχι για τίποτ' άλλο παρά για να ξετυλίξη την ψυχή του στα ψηλά και μέσα της να πνίξη όλο το είνε του! Είχε όμως κι από την εκκλησιά του μία απαίτηση· την ήθελε πρώτη και καλήτερη.

Να το βγάλουμε όξω τόρα που νύχτωσε πριν το νοιώσουν και μας το πάρουν οι τούρκοι. Μόλις εβγήκαμε από τον κόρφο Γοργόνα οργισμένη μας απάντησε η Νοτιά. Ο ουρανός έσβυσε τ' αστέρια του, έκρυψε τα σύνορά του. Άδης το σκότος απλώθηκεν απάνω μας. Το κύμα εψήλωνε βουνό αδιάβατο, ανέμιζε φωσφορούχους τους αφρούς κ' έχυνε φως κάτασπρο, θαμπό και άχαρο περίγυρα.

Αφτά θυμούνταν κι' έχυνε πικρά και μάβρα δάκρια, ώρες στη ράχη πλαγιαστός ή στο πλεβρό γυρμένος 10 ώρες τ' απίστομα. Άλλοτες σηκώνουνταν περπάταε άσκοπα στ' ακρογιάλι ομπρός.

Εκάθητο δε εις την τράπεζαν η γυναίκα του γεωργού και ένας καλόγηρος· η νοικοκυρά έχυνε κρασί εις το ποτήρι του καλογήρου, εκείνος δε άπλωνε το πηρούνι του εις το ψάρι, και εφαίνετο ότι το νοστιμεύεται. — Αχ, να είχα και εγώ κομμάτι, είπε μέσα του ο μικρός Κλώσος, και έσκυψε διά να βλέπη καλλίτερα, και είδε παρέκει μίαν ωραίαν πήταν. — Ψυχή μου! Τι ωραίον συμπόσιον!

Δεν θέλω ν' απαιτήσω από καλούς χριστιανούς να θάψουν τα σώματά τους στο πλάι ενός δυστυχισμένου. Αχ, ήθελα να με θάψετε στο δρόμο, ή σε έρημη κοιλάδα! Ο ιερεύς και ο Λευίτης θα αντιπαρήρχοντο μπρος από την πέτρα που θάδειχνε τον τάφο μου, και ο Σαμαρείτης θα έχυνε ένα δάκρυ. »Κύτταξε, Καρολίνα! Δεν φρικιώ πιάνοντας το ψυχρό τρομερό ποτήρι που θα πιω τη ζάλη του θανάτου!

Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης• «Έτσι κ' εγώ τώρα νοώ, γυναίκα, ως συ νομίζεις• τα πόδια τέτοια φαίνονταν εκείνου και τα χέρια, των οφθαλμών η αστραψιαίς, και η κεφαλή και η κόμη• 150 και ως από τώρα ενθύμισα εγώ τον Οδυσσέα, κ' έλεα πόσα 'παθε για με, κ' εμόχθησεν εκείνος, κάτωτα μάγουλα πικρόν αυτός έχυνε δάκρυ, κ' εμπρόςτα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα».

Επήρε τους δρόμους δεξιά και αριστερά. Μπροστά του θαρρείς, δεν έβλεπε· μόνο το αυτί του, υπερβολικά ευαίσθητο, έπαιρνε, από την κακογλωσιά του δρόμου, μερικά φαρμακόλογα και τα έχυνε στη μαρτυρική ψυχή του μέσα — «Ήφαγε τόσω φτωχώ τον παρά και τώρα γυρίζει». Ήταν και άλλοι που τον επονούσαν, αυτό όμως ο ναύτης δεν το γνώριζε. Ευγήκε στην εξοχή.