United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υπάρχει δε εκεί και άλλο ύδωρ κρηναίον, χλιαρόν κατά την αυγήν, ψυχρότερον καθ' ην ώραν πληρούται η αγορά, κατάψυχρον όταν γίνη μεσημβρία, και τότε ποτίζουσι τους κήπους των· καθ' όσον δε κλίνει η ημέρα, ελαττούται η ψυχρότης του, μέχρις ου δύση ο ήλιος, και τότε γίνεται πάλιν χλιαρόν· ακολούθως η θερμότης του αυξάνει βαθμηδόν μέχρι του μεσονυκτίου ότε κοχλάζει· παρερχομένου του μεσονυκτίου, η θερμότης ελαττούται και το ύδωρ γίνεται χλιαρόν κατά την πρωίαν.

Η χιαστή αύτη διασταύρωσις των δύο χρωμάτων έδιδεν εις την φυσιογνωμίαν του έκφρασιν παράδοξον. Εάν έβαφε τας λευκάς τρίχας, ηδύνατο να θεωρηθή ως εύμορφος μάλλον, αλλ' ότε πρώτον ήλθεν εις Σύραν, τις εκεί εσκέπτετο περί κομψότητος!

Οι δύο ερασταί ητοιμάζοντο ήδη να στήσωσι τους εφεστίους των υπό την ιεράν εκείνην και απόρθητον στέγην, ότε περίεργος τις καλόγηρος, θεωρών μετά προσοχής την Ιωάνναν, παρετήρησεν ότι τα ώτα αυτής ήσαν υπότρητα, εκ δε της παρατηρήσεως ταύτης ταραχτείς συνέλαβεν αμέσως παραδόξους υπόνοιας και επιθυμίας.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της, κ' είπε• 45 «Μητέρα, μητα κλάυματα κινήσης την ψυχήν μου, 'που μόλις απ' τον κίνδυνον εβγήκα του θανάτου. αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, 'ς τ' ανώγι αναίβα κ' έπαρε κατόπι σου ταις κόραις, και τάξουόλους τους θεούς τελείαις εκατόμβαις, 50 ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας. κ' εγώ θα πάωτην αγορά τον ξένον να καλέσω, κείνον, 'που μ' ακολούθησεν ότε για δω κινούσα• με τους λαμπρούς συντρόφους μου τον έχω εγώ προπέμψει, και του Πειραίου σύστησα να τον φιλοξενίζη 55το σπίτι του με σεβασμό και αγάπην, ως να φθάσω».

Ο πρώτος απεσταλμένος είχεν αναχωρήσει εκ Πλαταιών την στιγμήν όπου εισήρχοντο οι Θηβαίοι, ο δε δεύτερος ότε μόλις προ ολίγου είχον νικηθή και συλληφθή· εκ των μετέπειτα συμβάντων ουδέν έμαθον. Ούτω λοιπόν οι Αθηναίοι μη γνωρίζοντες απέστειλαν κήρυκα, όστις αφικόμενος εύρε τους άνδρας φονευθέντας.

Επειδή λοιπόν δεν ενέδιδον εις τας προτροπάς των Λακεδαιμονίων, ούτοι τους διέλυσαν και έκαμαν συμμαχίαν μετά των Αθηναίων, έχοντες πεποίθησιν ότι οι Αργείοι δεν θα ανενέουν τας μετ' αυτών σπονδάς, αφού ηρνήθησαν τούτο προηγουμένως, ότε ο Αμπελίδας και ο Λίχας είχαν μεταβή προς αυτούς, νομίζοντες ότι άνευ των Αθηναίων οι Λακεδαιμόνιοι δεν θα ήσαν επίφοβοι και ότι οι άλλοι Πελοποννήσιοι ήθελαν μείνει ησυχάζοντες, διότι, εάν ηδύναντο, θα ετάσσοντο με τους Αργείους.

Ήδη άρχισε ο χορός, και ευχαριστόμεθα κάμποσην ώραν, εις πολυειδείς περιπλοκάς των βραχιόνων. Με ποίαν χάριν, με πόσην ελαφρότητα εκινείτο! και ότε επί τέλους αρχίσαμεν το βαλς, και ως σφαίραι περιεστρεφόμεθα γύρω ο ένας του άλλου, έγεινε κατ' αρχάς ολίγη σύγχυσις, επειδή ολίγιστοι είναι εξησκημένοι.

Εντός τοιαύτης προσφυούς ατμοσφαίρας προητοιμάζετο ο νέος διά το στάδιόν του. Μετά παρέλευσιν ετών τινων ο αναγνώστης επρόκειτο να προχειρισθή εις διάκονον, ότε ήλθεν εις Άνδρον η είδησις ότι απεβίωσεν ο θείος του, οι δε συμπολίται του τον προσεκάλουν προς παραλαβήν της ιεράς διαδοχής. Ήτο νέος εισέτι διά τα καθήκοντα ιερέως, αλλά δεν έπρεπε να περιπέση εις ξένας χείρας το οικογενειακόν προνόμιον.

Η Χρυσόθεμις οδηγούσα μόνη της το όχημα συρόμενον από τέσσαρας μικρούς ίππους της Κύρνου, εσκόρπιζε παντού μειδιάματα. Ότε παρετήρησε τον Βινίκιον, εσταμάτησε τους ίππους της και τον έβαλε εις το τέθριππόν της να καθίση πλησίον της, είτα τον ωδήγησεν εις την οικίαν της και τον εκράτησεν εις το δείπνον το οποίον διήρκεσεν όλην την νύκτα.

Τα παιδιά με περιεκύκλωσαν φιλοφρόνως και με ωδήγησαν εις καλύβην εκεί πλησίον, όπου με υπεδέχθη μητρικώς γραία χωρική. Ήμην κατάκοπος, δεν είχα κοιμηθή όλην την νύκτα επί του ατμοπλοίου. Αφήκα εντός της καλύβης τον σάκκον και το όπλον μου και εξηπλώθην υπό την σκιάν ελαίας. Εκοιμώμην βαρέως, ότε ησθάνθην τον βραχίονά μου σειόμενον ελαφρώς. Ήνοιξα τους οφθαλμούς μη ενθυμούμενος πού ευρίσκομαι.