United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετ' ολίγα λεπτά, ότε ο Μανώλης κατήλθεν άπρακτος εκ της τελευταίας ανωτέρω περιγραφείσης επισκέψεώς του, ήκουσε θόρυβον, φωνάς και ταραχήν.

Ευτυχώς συμβαίνουσιν ενίοτε και τα δύο συγχρόνως, . . . πολλάκις δε της φαιδράς ομηγύρεως τα χειροκροτήματα δεν περιμένουσιν ούτε της μιας ούτε του άλλου το τέλος. Εις τας γωνίας της αιθούσης, απομεμονωμένοι σχεδόν ανά δύο, ψιθυρίζουσιν ατάραχοι οι νεώτεροι και αι νεώτεραι. Ομιλούσι σιγά, αλλ' ακούονται μεταξύ των, διότι δεν ακούουσι τον θόρυβον.

Οι λόγοι ούτοι ενείχον βαθυτάτην έννοιαν και ενεποίησαν μεγάλην αίσθησιν εις τους δύο μαθητάς του Ιωάννου, οίτινες ηκολούθησαν τον αντιπαρερχόμενον Ιησούν· Εκείνος ήκουσε τον θόρυβον των βημάτων, στραφείς δε και «θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας», τους ηρώτησεν ηπίως: «τι ζητείτε;

Εφώναζαν, εγρίνιαζαν κ' εθορυβούσαν. Το ένα ήθελε τσιτσί, δεν ήθελε μαμμά. Το τρίτον κλαυθμηρίζον εζήτει βρυ. Το τέταρτον ήθελε γλυκό, δεν του ήρεσκε το τυρί. Η ταλαίπωρος η λεχώ υπέφερε κάπως από τον θόρυβον. Ήρχισαν αι προπόσεις. Ηύχοντο εις τον πατέρα να του ζήση και εις την λεχώ «καλή σαράντισι». Πρώτη έπιεν η μαμμή, δεύτερος ο πατήρ, τρίτη η γραία Σωσάννα η μπροσθινή.

Εν τοσούτω δύο ή τρεις φορές κατ' έτος ανεβαίνουν και μου θυσιάζουν ένα διαλεκτόν τράγον βαρβάτον, ο οποίος μυρίζει πολλήν βαρβατίλαν, και έπειτα περιδρομιάζουν τα κρέατα και μ' έχουν θεατήν της διασκεδάσεώς των, από την οποίαν απολαμβάνω εγώ μόνον τον θόρυβον. Αλλά με διασκεδάζουν κάπως τα γέλοια και τα παγνίδια των. ΔΙΚ. Και κατά τα άλλα έγειναν εναρετώτεροι υπό των φιλοσόφων οι Αθηναίοι;

Το παιδί εμειδίασεν εκ νέου διά το σφίξιμον του δακτύλου, δεν αντελήφθη όμως, φαίνεται, και το νόμισμα και, επειδή δεν το εκράτησε, έπεσε και έκαμε θόρυβον, εκοκκίνησαν δε και οι δύο κατά τρόπον ο οποίος τους επρόδιδε. Οι πλησίον ευρισκόμενοι ηρώτησαν τίνος ήτο το νόμισμα• αλλά το μεν παιδί ηρνήθη ότι του έπεσε νόμισμα, ηρνήθη δε και ο Κλεόδημος, πλησίον του οποίου εκτύπησε.

Και πώς να μη παραξενευθή, ας ήτο και καθ' ύπνον; Φαντασθήτε να βλέπη τις τα κόκκαλα των νεκρών εις το κοιμητήρι να ζωντανεύουν, να ορθούνται, να κτυπώνται μεταξύ των και να κάμνωσι τοιούτον φοβερόν θόρυβον!

Αλλά διά να ευρεθή απρόσεκτη και αλλοφρονούσα, διά να μην κυττάξη καλά πού πλησίον ευρίσκετο, επαραπάτησεν, έκαμε μικρόν θόρυβον, αρκούντα διά να ξυπνήση τον σκύλον και τον άνθρωπον. Όλα έτσι της ήρχοντο! Άλλως, η δίψα της τώρα είχεν ερεθισθή με τον δρόμον τον ανωφερή. Έκοψε φύλλα ελαιοδένδρων και τα έβαλε μέσ' το στόμα της. Εβάδιζεν επί μίαν ώραν ακόμη. Ήτον ήδη χαραυγή.

Οι δε φίλοι των έξω εννοήσαντες τον θόρυβον ηθέλησαν και αυτοί μάλλον φανερώς παρά πρότερον να υποστηρίξουν την πρότασιν ταύτην.

Αι ακτίνες της, παίζουσαι με των δένδρων τα φύλλα, εσχημάτιζον μυρίας φαντασιώδεις σκιάς επί του εδάφους όπου εκαθήμην, και τας έβλεπα, και ήκουα τας υλακάς των σκύλων εις τας απεχούσας επαύλεις, και των γρύλλων περί εμέ τον θόρυβον, και τους ηχηρούς των βατράχων κοασμούς.