United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μίαν φοράν λοιπόν είχε σταθή κάπου εκεί σύννους από το πρωί, προσηλωμένος εις κάτι, και επειδή το πράγμα δεν επήγαινε, φαίνεται, καλά, δεν παρητείτο, αλλ' εξηκολούθει να μένη εκεί ακίνητος ζητών να εύρη εκείνο που ήθελε. Είχεν έλθει ήδη μεσημβρία και πολλοί είχαν πλέον μυρισθή το πράγμα και εκοινολογείτο από τον ένα εις τον άλλον ότι ο Σωκράτης από την αυγήν εστέκετο εκεί κάτι συλλογιζόμενος.

Εν τη αυλή ταύτη του Ναού υπήρχον δεκατρία κιβώτια, όπου οι προσκυνηταί έρριπτον τας εισφοράς των, και οι ευπορώτεροι τούτων, έρριπτον χρυσόν, και άργυρον μετ' επιδείξεως. Ενώ ο Ιησούς εκάθητο εκεί το πλήθος των προσκυνητών εξηκολούθει να συρρέη. Υψώσας τους οφθαλμούς του είδε πτωχήν χήρα δειλώς ρίπτουσαν την μικράν εισφοράν της.

Και εξηκολούθει ο Φίλιππος φέρων ανά πάσαν ημέραν εντός χάρτου χονδρού ή εντός λαχανοφύλλου την λιτήν αμαγείρευτον τροφήν του. Η σειρά των προς την θάλασσαν οικιών της οδού εκείνης, καθώς ενθυμούνται οι γνωρίσαντες την Ερμούπολιν, εκτίσθη επί βράχων αποτόμων.

Από τον καιρόν, καθ' ον, στενός φίλος του πατρικού της οίκου, την εφίλει και την εχόρευε τριετή εις τα γόνατά του, τριακοντούτης αυτός, από την εποχήν καθ' ην πενταετή την εφίλευε γλυκίσματα, άνευ υστεροβουλίας και προγνωστικού πνεύματος διά το μέλλον, από τον χρόνον καθ' ον τραυλίζουσα τον εκάλει «μπάρμπα-Μοναχάκη», έως της ημέρας καθ' ην, και σύζυγός του γενομένη, ακόμη εξηκολούθει να τον αποκαλή «μπάρμπα-Μοναχάκη», την είχε παρακολουθήσει παιδίσκην, νεάνιδα και γυναίκα, και την είχε μελετήσει καλώς, και είξευρεν ότι υπέρ πάσαν άλλην γυναίκα έζη με την κεφαλήν της και με τα νεύρα της.

Αλλ' οι στρατιώται δεν ενόμισαν αναγκαίον να συγκινηθώσι· διαρρήξαντες δε διά πελέκεων την θύραν, ενώ μάτην ο ήρως εξηκολούθει χειρονομών από του εξώστου και κραυγάζων, και περιφέρων πάντοτε την σπάθην του εις της ερωμένης του τον λαιμόν, και γυμνών τα στήθη του και προκαλών τους πυροβολισμούς των στρατιωτών, εισήλθον εκείνοι εις τον οίκον, και τον συνέλαβον εν πάση πεζότητι.

Αι σπαρακτικαί της γραίας κραυγαί, αι βοαί των κερατοφόρων του τροχιοδρόμου, και αι έκθαμβοι αναφωνήσεις των εν ταις αμάξαις, εχρησίμευσαν ως ισχυρότατα του μπάρμπ'-Αναγνώστη δικαιολογήματα, όστις περιδεής και τρέμων όλος, απωθών πάντοτε προς τα κράσπεδα του κήπου την έμφοβον ήδη Θωμαήν, μέσα εις εκείνον του πλήθους τον άγριον συνωστισμόν, συμμαζευμένος εις το καποτάκι του, ως χελώνη εντός του κελύφους της, εις τον τρόμον εκείνον του πλήθους λαβών αυτός θάρρος, εξηκολούθει να κραυγάζη ακόμη: — Δεν σ' τάλεγα εγώ!

Και η Μάρω εξηκολούθει κλαίουσα απαρηγόρητα και φωνάζουσα αδιακόπως, ως ο Γκιώνης μετά τον άδικον θάνατον του αδελφού του: — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . . Η Κυρά Ρήνη, η μήτηρ της, εφαίνετο αδιάφορος εις του Γιάννου την απουσίαν και της Μάρως τα δάκρυα.

Τους τρόπους των βαρωνίδων και των κομησσών, εις την τάξιν των οποίων θα εισέλθη. Εις την τάξιν των οποίων εισέρχεται ως μελλόνυμφος του κόμητος Plumpsium. Του κόμητος De Plumpsium με εισόδημα... χηρεύσαντος προ .... με ηλικίαν .... Η ξυλίνη μηχανή εξηκολούθει να ομιλή με το άκρον του σιγάρου της.

Και ο Μοναχάκης εξηκολούθει ακόμη να τσουρμάρη εκεί εις του πονηρού Περιστεράκη την ταβερνίτσαν, όστις αναθαρρυνθείς πλέον τον επείραζε λέγων: — Αντί να τσουρμάρης καπετάν-Μοναχάκη, σ' ετσουρμάρισα εγώ, βλέπω. Ας βγη και ο Γενάρης, ν' αγνισθούνε καλά τα νερά. Ακόμα είνε παγωμένη η Αζοφική. — Καλά λες, εβεβαίωνε και ο Μοναχάκης.

Ένεκα λοιπόν των τοιούτων σκέψεων και της θείας φύσεως, η οποία εξηκολούθει να διατηρήται εις αυτούς όλα τους προώδευσαν, τα οποία προηγουμένως ανεφέραμεν.