United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η φιλοσοφία η τόσα καυχηθείσα, ήτο τώρα η παρηγορία των ολίγων. Το έγκλημα ήτο παγκόσμιον, και δεν υπήρχε φάρμακον διά την φρίκην και τον όλεθρον που επροκάλει εις χιλιάδας καρδιών.

Όχι, είπεν η Αϊμά, υπερνικώσα την φρίκην αυτής· θα μοι είπετε διά τους γονείς μου; — Θα σοι είπω όσα ειξεύρω διά σε, απήντησεν η μοναχή. — Διά τους γονείς μου; επανέλαβεν η Αϊμά. — Και διά τους γονείς σου, αν ειξεύρω. — Λοιπόν ακούσατε, μήτερ μου, είπεν η νέα, και συνέσφιγγε πάντοτε την καρδίαν της με την αριστεράν χείρα.

Η τιμωρία των θεών αυτή εμπνέει φρίκην, αλλ' όχι έλεος! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ω Κεντ! Συ είσαι; — Καθώς πρέπει αυτός δεν είναι ο καιρός να σε φιλοφρονήσω. ΚΕΝΤ Έρχομ' εδώ να ευχηθώ και να καλονυκτίσω τον Ληρ, τον βασιλέα μου, διά παντός! — Πού είναι; ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Βλέπεις το θέαμα αυτό, ω Κεντ! ΚΕΝΤ Ω! πώς συνέβη; ΕΔΜ. Και όμως αγαπήθηκετον κόσμον ο Εδμόνδος!

Τα πρόσωπα των αντικατώπτριζον την προσδοκίαν, την φρίκην και την ελπίδα. Το φως αντενακλάτο εντός του λευκού των οφθαλμών, οίτινες είχον υψωθή προς τον ουρανόν. Επί των ωχρών μετώπων των έρρεεν ο ιδρώς. Οι μεν έψαλλον ύμνους, οι δε επανελάμβανον πυρετωδώς το όνομα του Ιησού, άλλοι δε έτυπτον τα στήθη. Πάντες ανέμενον κάτι το άμεσον και υπερφυσικόν.

Όταν από ένα πλαγινόν δωμάτιον ανακαλύπτη ότι ο σύζυγός της παρεσύρθη από παλαιόν πάθος και ελησμόνησεν, έστω και μίαν στιγμήν, τους όρκους που της είχε δώσει, τον αφίνει και μεταναστεύει εις την Αμερικήν. Τίποτε δεν είναι πλέον ικανόν να την κρατήση. ― Μου κάνεις φρίκην! λέγει επανειλημμένως εις τον αδύνατον, τον ανόητον και άτονον σύζυγον. Έως εδώ η γυναίκα αυτή δεν είναι πολύ νέα.

Η κρισιμωτέρα στιγμή ήγγιζε διά το Μεσολόγγι. Η λοιπή Ελλάς ητένιζεν εις αυτό με αγωνίαν. Οι φιλέλληνες επερίμενον ν' ακούσουν με φρίκην απ' ώρας εις ώραν την πτώσιν του.

Και ανελογίσθη διά μιας τους φόβους του συζύγου της, — την φρίκην του ν' αρχίση από τον λεπρόν την εξάσκησιν των δυσχερών καθηκόντων του, — και την απόστασιν έως εις το άλλο άκρον της νήσου, όπου ο δυστυχής εκείνος διήρχετο τον έρημον βίον, — και τον πολύν καύσωνα της θερινής εκείνης ημέρας. — Ετελείωσαν, μου φαίνεται, τα ψωμιά του, υπέλαβεν ο χωρικός.

Μου επροξένει δε φρίκην και μόνον να ακούσω περί εξυβρίσεως παρθένων ή διαφθοράς εφήβων ή απαγωγής γυναικών ή αποστολής δορυφόρων προς σύλληψιν πολίτου ή προς οίαν δήποτε τυραννικήν απειλήν.

Στέκομαι ως πρό τινος πανοράματος και βλέπω τις κούκλες και τα αλογάκια να περνούν και να ξαναπερνούν απ' εμπρός μου, και ερωτώ συχνά μήπως είναι οπτική απάτη. Παίζω με αυτά, ή μάλλον παίζομαι σαν νευρόσπαστο, και πιάνω ενίοτε τον γείτονά μου από το ξύλινο χέρι και οπισθοδρομώ με φρίκην.

Δεν έχω όνομα εις τα βασίλεια που μένω, απήντησεν η φωνή θλιμμένα. Ήμουν θνητός άλλοτε, τώρα είμαι πνεύμα. Ήμουν αδυσώπητος, τώρα είμαι ελεήμων. Πρέπει να εννοήσης ότι τρέμω. Τα δόντια μου τρέμουν όταν ομιλώ· εν τούτοις τούτο δεν είναι εξ αιτίας της νύκτας αυτής που είναι ψυχρά, της νύκτας αυτής που δεν έχει τέλος. Αλλά δεν ημπορώ να υποφέρω επί πολύ ακόμη την φρίκην αυτήν.