United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το χρέος τούτο το επλήρωσεν αύτη. Εκείνο το οποίον ήθελες να κάμης, έγινε και άνευ σου. Αι τελευταίαι λέξεις, τας οποίας επρόφερεν, ήσαν: «Αντώνιε, ευγενέστατε Αντώνιε». Στεναγμοί οδύνης διέκοψαν τότε το όνομα «Αντώνιος» και διεσπάσθη μεταξύ της καρδίας και των χειλέων της· παρέδωκε το πνεύμα, έχουσα θαμμένον εν εαυτή το όνομά σου. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Απέθανε λοιπόν; ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ. Απέθανε.

Ότε, άνευ προοιμίων, είπεν ότι εύρε τον γαμβρόν διά την αδελφήν της ερωμένης του, αντί του να εκφράση η ακούουσα την ευχαρίστησιν ή τουλάχιστον την περιέργειάν της, εξηκολούθησε το ράψιμον μετά προσποιητής αδιαφορίας, και μόνον έν Α! εξήλθε των χειλέων της, εν Α! μεταξύ ερωτήματος και επιφωνήματος. Αλλ' είτε απορίαν εξέφραζεν είτε ειρωνείαν, το Α! εκείνο επάγωσε τον Λιάκον.

Εν γένει δε πρέπει να φαντασθής το άσμα της οποίον έπρεπε να είνε το εξερχόμενον εκ τοιούτων χειλέων και διά τοιούτων οδόντων. Αφού δε την είδες, δύνασαι να φαντασθής ότι την ακούεις.

Την στιγμήν δε, καθ' ην έπνεε τα λοίσθια, ήκουσα να εξέρχεται από των χειλέων της συγκεχυμένος τις ψιθυρισμός, και τείνας το ους ήκουσα πάλιν τας τελευταίας λέξεις της περικοπής του Γλάνβιλ: «ο άνθρωπος ως εκ της αδυναμίας της βουλήσεώς του υπείκει εις τους αγγέλους και παραδίδεται καθ' ολοκληρίαν εις τον θάνατον».

Πυρ είμαι τώρα και αήρ· αφήνω εις χαμερπεστέρας υπάρξεις τα λοιπά στοιχεία του σώματος. — Καλά. — Ετελείωσες; Ελθέ λοιπόν, ελθέ να λάβης την τελευταίαν θερμότητα των χειλέων μου. Μήπως έχω την ασπίδα εις τα χείλη μου; Πώς! πίπτεις; Αν τόσον ησύχως χωρίζεσαι από την φύσιν, το κτύπημα του θανάτου είναι ως τσίμπημα εραστού, το οποίον είναι επιθυμητόν, μολονότι προξενεί πόνο.

Έβλεπεν ότι ο Μανώλης δεν την ενόει και ήθελε να είπη και κάτι άλλο, αλλά το κάτι τούτο ήτο πολύ βαρύ και πελώριον και η γλώσσα της, μεθ' όλην την ευστροφίαν της, δεν ηδύνατο να το κυλίση έξω των χειλέων.

Απηδαλιούχητος επλανάτο η διάνοιά της εις εικασίας, κυμαινομένη μεταξύ ελπίδων και φόβων και κλυδωνιζομένη εν μέση γαλήνη, η φλογερά δε σφραγίς του μυστηριώδους εκείνου και ανεξηγήτου φιλήματος έμενεν έτι χλιαρά επί των χειλέων της, ότε δεύτερον, φλογερώτερον του πρώτου φίλημα της έκαυσε και πάλιν τα χείλη.

Εύρεν όμως καιρόν ο βοσκός να θλίψη το σώμα της εις τον κόλπον του και να κολλήση τα χείλη του εις το στόμα και τον τράχηλόν της, τον χνοώδη και καμαρωτόν ως της χήνας. Η Σμάλτω, εις την επαφήν εκείνην των χειλέων του την καίουσαν, ανετινάχθη ως να εφυσήθη αίφνης νέα ζωή εντός αυτής, κατακόκκινη εξ εντροπής, ταραγμένη διότι επροδόθη η αδυναμία της.

Διά την ακρισίαν άρά γε της θυγατρός της ή δι' άλλο τι; Το βέβαιον είνε ότι άπαξ ανήλθε μετά του στεναγμού της μέχρι των χειλέων της μία φράσις, αλλ' αμέσως απεσύρθη εις τα βάθη της καρδίας της και μόνον εις την διάνοιάν της διετυπώθη: «Αι, και να! ... .» Εν τοσούτω ο Μανώλης εξηκολούθησε με πολύν ζήλον τας προσπαθείας του διά να ωριμάση την αγουρίδα.

Αλλ' η ατέλεια αυτή της τέχνης επηύξανε την αγριότητα του απεικονίσματος, ιδίως περί την παράστασιν των δύο κρανίων. Τα άνισα ανοίγματα των οφθαλμών είχον τι το υπέρ φύσιν αποτρόπαιον. Αι γυμναί σιαγόνες διεστέλλοντο εις τρόπον ώστε τα άνευ χειλέων εκείνα στόματα εφαίνοντο γελώντα σατανικόν γέλωτα.