United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έστρεψε το βλέμμα πέριξ, ητένισε τον υιόν της, ο οποίος της εφάνη παραπονούμενος διά την προτίμησιν εκείνην. — Τόρα έχω δυο γιους· είπεν υπερηφάνως. Και περιβαλούσα διά της αριστεράς χειρός τον Ζάχον, έσφιξεν αυτόν και το καρυοφύλλι εις τον κόλπον της, φιλούσα και τα δύο μετά της αυτής ορμής. — Στάσου, Δημήτρη, στάσου!

ΡΩΜ. Εφθέγξατ’· ω θεός φαιδίμη φθέγξαι πάλιν. Ούτω γαρ ούτω διαπρέπεις ύπερθέ μου άγαλμα νυκτίσεμνον, οι' απ' ουρανού πτηνός βροτοίσιν άγγελος φαντάζεται, οι δ' υπτιάζουσ' όμματ’ εκπαγλούμενοι, και τούμπαλιν κλίνουσι, και βραδυστόλων νεφελών εφιππεύοντα δέρκονται θεόν πτεροίσι ναυστολούντα κόλπον αιθέρος.

Ο μικρός Γιαννάκης, κατελθών και αυτός, άπειρος προς τον κίνδυνον, ήνοιξε μικρόν κιβωτίδιον, έλαβε και έρριψεν εις τον ευρύν κόλπον του οπώρας τινάς φυλαγμένας εκεί, και ανήλθε δάκνων οπώραν και οποψελλίζων ως πτηνόν: από ξένον τόπο κι' απ' αλαργινό . . γιάλα-γιάλα . . .

Η Φραγκογιαννού εγκατεστάθη, όπως και την προλαβούσαν νύκτα, σιμά εις την γωνίαν της εστίας, όπου εύρε και το καλάθι της. Εξάναψε την φωτιάν, έβαλε νερό στο 'μπρίκι, και κατεγείνετο να βράση βότανα, το οποία έβγαλε από τον κόλπον της.

Ηκολουθείτο δε υπό τριάκοντα ολκάδων σιταγωγών, αι οποίαι είχαν τας τροφάς, τους αρτοποιούς, τους λιθοτόμους, τους τέκτονας και όλα τα απαιτούμενα οχυρωματικά εργαλεία, υπό εκατόν πλοιαρίων, τα οποία εξ ανάγκης συνέπλεον μετά των ολκάδων και υπό πολλών άλλων πλοιαρίων και ολκάδων χάριν εμπορίου συνοδευόντων τον στρατόν. Όλα ταύτα τα πλοία εξελθόντα τότε εκ Κερκύρας διεπέρασαν τον Ιόνιον κόλπον.

Αναρπασθείς κατά τον Τεριναίον κόλπον υπό βορείου ανέμου, ο οποίος πνέει βιαιότατα εις τα παράλια ταύτα, εφέρθη εις το πέλαγος και, αφού εβασανίσθη πολύ, προσήγγισε πάλιν εις τον Τάραντα και ανελκύσας εις την ξηράν τα παθόντα υπό της τρικυμίας πλοία επεσκεύαζεν αυτά.

Εύρεν όμως καιρόν ο βοσκός να θλίψη το σώμα της εις τον κόλπον του και να κολλήση τα χείλη του εις το στόμα και τον τράχηλόν της, τον χνοώδη και καμαρωτόν ως της χήνας. Η Σμάλτω, εις την επαφήν εκείνην των χειλέων του την καίουσαν, ανετινάχθη ως να εφυσήθη αίφνης νέα ζωή εντός αυτής, κατακόκκινη εξ εντροπής, ταραγμένη διότι επροδόθη η αδυναμία της.

Την στιγμήν εκείνην επήλθε παροξυσμός βηχός μετά διαταραχής του στομάχου εις τον φθισικόν. Εν τη παραζάλη και τω θορύβω, κ' ενώ αι δύο γυναίκες προσεπάθουν ν' ανακουφίσουν τον πάσχοντα, ο Στάθης έβαλε την χείρα υπό το προσκέφαλον, ήρπασε το χρηματοφυλάκιον, χωρίς κανείς να τον παρατηρήση, και το έθεσεν ηρέμα εις τον κόλπον του. Είτα ο Θανάσης ησύχασεν.

Υποθέτω ότι, όταν ο ήλιος φωτίζη τους περικλείοντας τον κόλπον εκείνον υψηλούς λόφους και την αναμεταξύ αυτών κοιλάδα, η άποψις εκ της θαλάσσης είναι φαιδρά και χαρίεσσα.

Ήδη δ' εισελθούσα όπισθεν του Ζάχου, έλαβε προθύμως το γιαταγάνι, λαμποκοπούν επί του αμαυρού τοίχου και το επέρασεν εις τον ώμον του. Έπειτα ενώ διά της δεξιάς χειρός έδιδεν εις αυτόν το καρυοφύλλι, διά της αριστεράς εναγκαλισθείσα τον έσφιξε σπασμωδικώς εις τον κόλπον της. — Κύτταξε, να μην ξεχνάς τον Ταχίρ Γιάτση! του είπε με τρέμουσαν αλλ' αυστηράν φωνήν.