United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ήκουσε και πάλιν την σύζυγόν του, η οποία συνεβούλευε μετριοπάθειαν και έλεγεν ότι περισσότερο ψωμί τρώγεται με το μέλι παρά με το ξύδι, Εις επικουρίαν της μητρός ήλθαν όλοι οι συγγενείς και ενουθέτουν τον Μανώλην. Αλλ' όλον εκείνο το μέλι κατηναλώθη εις μάτην. Ο Μανώλης επροτίμα την ξυνήν αγουρίδα και έμενεν αμετάπειστος.

Διά την ακρισίαν άρά γε της θυγατρός της ή δι' άλλο τι; Το βέβαιον είνε ότι άπαξ ανήλθε μετά του στεναγμού της μέχρι των χειλέων της μία φράσις, αλλ' αμέσως απεσύρθη εις τα βάθη της καρδίας της και μόνον εις την διάνοιάν της διετυπώθη: «Αι, και να! ... .» Εν τοσούτω ο Μανώλης εξηκολούθησε με πολύν ζήλον τας προσπαθείας του διά να ωριμάση την αγουρίδα.

Μα τώχε βρη το γιατρικό· σε βράχο καθισμένος και βλέποντας στη θάλασσα σαν τέτοια ετραγουδούσε. Αφρόπλαστη Γαλάτεια, τι μ' αποδιώχνεις έτσι σαν το μοσχάρι πεταχτή, σκληρή σαν αγουρίδα, και βγαίνεις έξω στη στεριά την ώρα που κοιμούμαι και πας τρεχάτη στο γιαλό μόλις ξυπνώ ο καϊμένος σαν προβατίνα που άξαφνα το γερολύκο βλέπει;

Αλλ' η πρώτη των συνάντησις απέδειξεν ότι η «αγουρίδα» ήτο καθ' υπερβολήν ξυνή. Η Μαργή επέστρεφεν από την εκκλησίαν, όπου είχε μεταβή διά να εξομολογηθή, όπισθεν δε του ναού εις μέρος έρημον και εις το άκρον του χωριού ευρέθη ενώπιον του Πατούχα.

Πνίγεται, σκοτώνεται, δε σε θέλει. Κ' είντα να τση κάμω; Ό,τι 'μπόρουνα τώκαμα. — Κιαμ' η αγουρίδα που μούλεγες; — Εθάρρουνα κ' εγώ, μα σαν έχη αράπικο ινάτι είντα θες να κάμω; Ο Μανώλης εστέναξε. — Κιαμ' εδά; είπε περίλυπος.

H Μαργή λέει πως δε θέλει· μα όλες η κοπελιές στην αρχή λένε όχι κ' ύστερ' αγάλια αγάλια λένε το ναι. Με τον καιρό θε να γενή η αγουρίδα μέλι. Ο Μανώλης έπαυσε πάλιν να περνά από το δρόμο του Θωμά και απέφευγεν επιμελώς πάσαν συνάντησιν με την Πηγήν. Εξ εναντίας επεδίωκε πάσαν ευκαιρίαν διά να βλέπη την θυγατέρα της χήρας.

Τ' ήθελε να την πάη στα Μνημούρια, θα πω τι ήθελε; Και την έβαλε, λέει, να πέση μέσ' τον τάφο που έχει κτίσει, για να δοκιμάση το μπόι της! . . . Κορίτσι απάρθενο, αγουρίδα, άκακο, μούστο πράμμα! Και να ξαπλωθή στον λάκκο μέσα, ακούς!