United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Είσθ' άσπλαχν', είσθε βάσκανοι, θεοί, σαν κανείς άλλος, 'που με θνητούςτο φανερό θεαίς να συγκοιμώνται φθονείτε, αν κάμη ομόκλινον καμμιά τον ποθητόν της. 120 όμοια της ροδοδάκτυλης Ηώς τον διαλεκτόν της Ωρίωνα εφθονέσετε, εσείς οι ευτυχισμένοι, ως 'που η χρυσόθρονη Άρτεμις, η αγνή, 'ς την Ορτυγία, κτύπησε αυτόν κ' εφόνευσε με τα λεπτά της βέλη. όμοια, την καλοπλέξουδη την Δήμητραν ο πόθος 125 ότ' έφερετην αγκαλιά να πέση του Ιασίου, μες τον τριόργωτον αγρό, το 'μάθ' ευθύς ο Δίας, άστραψε κ' εθανάτωσεν αυτόν μ' αστροπελέκι. κ' εμέ, θεοί, φθονείτε σεις, 'πώχω θνητόν κοντά μου άνδρα• κ' εγώ τον έσωσα, 'που μόνος την καρίνα 130 έσφιγγε με τα σκέλη του, και του 'χε το καράβι σχίσειτα μαύρα πέλαγα με κεραυνόν ο Δίας, και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι, αφανισθήκαν, κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα. και τούτον εγώ ξένιζα, κ' έτρεφα, κ' είχα γνώμη 135 αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήσω. αλλ' αν δεν ξέφυγε ποτέ κανείς των αθανάτων, ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία, αφού κείνος προστάζει το, ο άμοιρος ας πάη μες τ' άγρια πέλαγα• αλλ' εγώ δεν θα τον προβοδήσω• 140 ότι καράβια δεν έχω, δεν έχω ουδέ συντρόφους, 'που να τον φέρουντα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης, αλλά με γνώμην πρόθυμην εγώ θα τον διδάξω το πώς να φθάση απείρακτος εις την γλυκειά πατρίδα».

Είπε που θα πεταγότανε να δη μήπως γύρισαν οι χλαίνες γιατ' είχε και δουλειά να πάη σπίτι: μια παραγγελία βιαστικιά γι’ αύριο, ένα καπελλάκι τρέλλα, όλο παπαρούνες και πράσινα στάχυα με τα κοτσάνια πίσω κρεμαστά, που θα το φόραγε μια από τις μεγάλες στα Κούλουμα στην Κηφισσιά. «Σου λεν έπειτα πως τα κάμανε στη Φρανσίν και στην Καίτη Παππά και πως τους κόστισαν έναν κόσμο-και βγαίνουν απ’ αυτά εδώ τα χέρια.

Ο λαός ως τόσο στο Ιπποδρόμιο θάρρειε πως ο Ιουστινιανός κ' οι αυλικοί του έφυγαν, επειδή φοβηθέντας ο Υπάτιος έστειλε κάποιον Εφραΐμ να μηνύση του Ιουστινιανού νάρθη να χτυπήση τους επαναστάτες στο ιπποδρόμιο, κι ο Εφραΐμ αυτός αντίς να πάη στο παλάτι και να φέρη το μήνυμα το είπε κάποιου σεκρετάριου Θωμά, κι ο Θωμάς εθνικός όντας έβγαλε την ψεύτικη αυτή είδηση, πως έφυγε ο Ιουστινιανός.

«Μεγαλειότατε, διάταξε τον ανηψιό σου να πάη αύριο την αυγή καλπασμό στο Καρδουέλ μια επιστολή σε περγαμηνή καλοσφραγισμένη με κερί, για το Βασιληά Αρθούρο. Ο Τριστάνος κοιμάται κοντά στο κρεββάτι σου. Βγε από το δωμάτιό σου την ώρα του πρώτου ύπνου, και σ' το ορκίζομαι στο Θεό και στο νόμο της Ρώμης, πώς αν αγαπάη την Ιζόλδη με τρελλή αγάπη θα θελήση να της μιλήση προτού φύγη.

Ο Δον Φερνάδος ντ' Ιμπαράα, υ Φιγγουόρα, υ Μασκαρένες, υ Λαμπούρδος, υ Σούζα, στρίβοντας το μουστάκι, μειδίασε πικρά και διάταξε τον λοχαγόν Αγαθούλη να πάη να επιθεωρήση το λόχο του. Ο Αγαθούλης υπάκουσε. Ο κυβερνήτης έμεινε με τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.

Δεν ταφίνετε αυτά τώρα; είπε ο Θανάσης. Αλλοί σ' αυτόν που χάθηκε. Πήρε την κανάτα και γέμισε τα ποτήρια. Τσουγκρίσανε πάλι. — Θεός σχωρέσ' τονε! Πίνανε κάμποσην ώραν αμίλητοι. Πού και πού ένα τραγουδάκι ανέβαινε ως τα χείλια κανενός και ξεψυχούσε. Δεν ήτανε ημέρα σήμερα για τραγούδια. Πού και πού κανένας λόγος ξεπετούσε μ' έναν αναστεναγμό, — Ψεύτικος κόσμος! Ας τονε να πάη να χαθή.

Η αποστολή μου τέλειωσε, είπε ο έντιμος ευνούχος, Θα μπαρκαριστώ στην Κιούτα και θα σας πάω πίσω στην Ιταλία. &Μα τι συφορά να μην έχης αρχίδ ....& Τον ευχαρίστησα με δάκρυα όλο τρυφερότητα· αλλ' αντίς να με πάη στην Ιταλία μ' έφερε στο Αλγέριο και με πούλησε στον μπέη αυτής της χώρας.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ Να ’ταν χωρίς να ντροπιασθή κανείς να πάθη ένα κακό, το δέχομαι, γιατί έτσι θα ήταν κέρδος μονάχα ο θάνατος· μα μια ατυχία μαζί με την ντροπή, μην πης πως φέρνει δόξα. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Μ’ αφού ο θεός βιάζει να γίνη ό, τι θα γίνη ας πάη, μια που ’λαχε του Κωκυτού το κύμα, στον άνεμ’ όλ’ η θεομίσητ’ η γενεά μας.

Ο Αναΐππης έμεινεν εκστατικός εις ετούτα τα λόγια, όθεν ευθύς τρέχει προς τον Μουζαφέρ, και του λέγει· την επάθαμε τη δουλειά. Ο Χουλάς αρνείται να χωρίση την γυναίκα του, τον οποίον τον βλέπω πολλά στερεόν εις την γνώμην του, και λογιάζω μήπως και το κάνει διά να εβγάλη περισσότερα δηνάρια. Ανίσως και είναι έτσι απεκρίθη ο Μουζαφέρης, δος του εκατόν φλωριά, και ας πάη να κάμη τη δουλειά του.

Δυο δραχμάς θα πάη! Και παρώτρυνε τον κόσμον να επιμελήται σφοδρότερον την συλλογήν.