United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι στρατοκόποι του βασιλιά, ορθοί αποπάνω της, στεκόντανε σα θαμπωμένοι. Άξαφνα μπήκε μέσα ο νέος ο βασιλιάς. Ένας σεισμός ετάραξε τα φυλλοκάρδια του. Έπεσε απάνω στο άψυχο κορμί και τα μάτια του γενήκανε βρύσες και δεν εστείρευαν. Οι πιστοί του βασιλιά σταθήκανε ολόγυρα σαν πετρωμένοι. Τότε ο νέος ο βασιλιάς ανασηκώθηκε με κόπο.

Αχ! δόσε Θε μ', δύναμη στη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά να ισκιόνη, να προστατεύη και να ομορφαίνη τη βρυσούλα την αργυρογάργαρη και κρουσταλλένια! Άξαφνα ξεπετιέται η γριά, σα να την είχε ξυπνήσει τρομαχτικό όνειρο, και λέει στη Μαριανθούλα: — Σήκου, κυρά μ', καλή μέρα σ', και βάλε τραπέζι να φάμε, γιατί θα ξυπνήσωμε πολύ ταχυά αύριο, για να πάμε στην εκκλησιά!...

Εσήκωσε το κρινάτο χέρι της από την κουπαστή, εχαμογέλασε ροδόφυλλα σκορπώντας από τα χείλη της. Και άξαφνα στον ολοπόρφυρον αέρα εχύθηκεν αύρα μυστική, τραγούδι πολεμικό, παιάνες νικητήριοι, λέγεις κ' εγύριζε τόρα η Μακεδόνικη φάλαγξ από τις χώρες του Γάγγη και του Ευφράτη.

Δεν είν' το δάσος πούξερε, το δάσος το δικό του. Καββάλλα πάλι ρίχνεται, πάλι χτυπάει το μαύρο, Κι' όσο απ' το δάσος να ξεβγή, να βρη το μονοπάτι, Πήρε το γλυκοχάραγμα, κ' εξέπεσε η χιονούρα. Άγνωστος τόπος άξαφνα ξαπλώνεται μπροστά του, Βουνά με δάση, ποταμιαίς βαθειαίς και 'λίγος κάμπος. Άσπρο το χιόνι εσκέπαζεν όλον αυτόν τον τόπο, Κι' ανάμεσ' απ' ταις ποταμιαίς, απ' τα βουνά, απ' τον κάμπο.

Έβγαλε το καπέλλο του, προχώρησε, στάθηκε κοντά στο λείψανο και σταύρωσε τα χέρια. — Κείσαι λοιπόν νεκρά, ω μήτερ Θεών και κοιτίς ημιθέων! είπε άξαφνα με βροντερή και άτρεμη φωνή. Ναι κείσαι! επρόσθεσε κατεβάζοντας στο λείψανο το χέρι του και κυττάζοντας αυστηρά όλους.

Ακούστηκαν και ψιθυρίσματα. Εκείνοι που βάσταγαν τη σανίδα έσκυψαν και την απίθωσαν χάμου, την ακκούμπησαν σε μια κολώνα κι ανακλαδίστηκαν να διώξουν την κούραση. Άλλοι που ήταν όξω από τον νάρθηκα σήκωσαν τα χέρια στο καμπαναριό για να πάψη το καμπάνισμα. Και χύθηκε τόση ησυχία, θλιμένη ησυχία, λες και σταμάτησε άξαφνα η ζωή. Μα τότε βαρειά και θυμωμένη ακούστηκε η φωνή του Αρλετή.

Άντερα να χύνωνται στο χώμα, σαν τίποτε. Και να βλέπης τις Σπανιόλες, να χτυπάνε τα χέρια τους, να κάνουν σαν τρελλές. Εβίβα, Κυρ-Θανάση, παιδί μου! — Εβίβα, Πάτερ. Βάρβαρα πράματα. Οι δύο φίλοι ήσαν ζωηροί, ευχαριστημένοι για τη σωτηρία των αβαπτίστων. Άξαφνα, σαν νάπεσε αστροπελέκι απάνω τους, βουβάθηκαν.

Και άξαφνα φοβεροί αποκλαμοί αφροκόκκινοι και στοιχειωμένοι επρόβαλαν μέσ' από τις πέτρες, εκλείσθηκαν ολόγυρα στο ξύλο και ίσως η Χάρυβδις έσυρε κάτω την «Άγια Μαύρα» με όλα τα κακούργα Τελώνια. Όμως μαζί τους ήταν και ο Λάμπρος Κάργας ο σύντροφος. Όταν το πρωτάκουσα ήμουν παιδί στα σπάργανα. Και όταν έφτασα εικοσάχρονο παληκάρι έλεγαν ακόμη για εκείνο με τον ίδιο θαυμασμό και περισσότερη φρίκη.

Εκεί το χτύπο ο Νέστορας πρωταγρικάει και κράζει 532 «Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, ψέφτης θα βγω ή θα βγω σωστός; Μα θαν το πω κιας σφάλλω. Αλόγων ποδοβολητό σα ν' άκουσαν τ' αφτιά μου. 535 Αχ και ν' αρπάξανε άλογο οι διο μας αντριωμένοι έτσι απ' τους Τρώες άξαφνα και να γυρίζουν πίσω!

Όχι, Ελπίδα, με συμπαθάς· δε θέλω να ειπώ αυτό. Μα για συλλογίσου στην ηλικία της να πάθη τέτοιο κακό; Ξέρεις ο Αριστόδημος το ρήμαξε όλο το μετόχι· δεν άφηκε κούρβουλο. — Δεν το ξέρω, μα το περίμενα. Ο δρόμος που πήρε έδειχνε πού θάφτανε. — Έχεις δίκιο· κ' εγώ τόξερα. Μα βλέπεις, η γριά πάντα κάτι έλπιζε. Ε, ας πάη να κουρεύεται! είπε άξαφνα θέλοντας ν' αλλάξουν κουβέντα.