United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλα να μην πάμε, Δημητράκη μου, αι; πού να κάθημαι τόρα ν' αλλάζω . . . — Σου βοηθώ εγώ, δεν πειράζει. — Νά η ώρα, που θα μου βοηθήσης εσύ! Έπειτα, κύτταξε τι καιρός κάμνει έξω. Κρύο, λάσπαις . . . — Τι σημαίνει; μήπως θα πάμε πεζοί; — Α! είδες! λησμόνησα να παραγγείλω αμάξι. — Τόσο το καλλίτερο λοιπόν· άφησε τον Σουσαμάκη σου να κουρεύεται.

Όχι, Ελπίδα, με συμπαθάς· δε θέλω να ειπώ αυτό. Μα για συλλογίσου στην ηλικία της να πάθη τέτοιο κακό; Ξέρεις ο Αριστόδημος το ρήμαξε όλο το μετόχι· δεν άφηκε κούρβουλο. — Δεν το ξέρω, μα το περίμενα. Ο δρόμος που πήρε έδειχνε πού θάφτανε. — Έχεις δίκιο· κ' εγώ τόξερα. Μα βλέπεις, η γριά πάντα κάτι έλπιζε. Ε, ας πάη να κουρεύεται! είπε άξαφνα θέλοντας ν' αλλάξουν κουβέντα.

Ας κουρεύεται! είπεν επί τέλους ο δήμαρχος εις τον μηχανικόν, ιδών ότι η γραία καπετάνισσα δεν ωμοίαζε διόλου προς την επί Ευδοξίας χήραν με την άμπελον. Ούτως η φιλόστοργος μήτηρ υπέμεινε βλέπουσα ολονέν κατερειπούμενον το μέγαρον, με την ελπίδα την απροσμάχητον ότι θα επανήρχετο μίαν ημέραν ο υιός της.

Μα έλα δα! έκραξε προς αυτόν ο Καλούμπας, άμα τον είδε να έρχεται χωρίς τον υιόν του. Έλα, κι' ας κουρεύεται! — Καλλίτερα, λείπει κι' ο μπελάς του, παρετήρησεν ο Νειόγαμπρος. Ο γέρων θαλασσινός έκυψεν, έλυσε την μπαρούμαν, κ' επήδησε στη βάρκα. Ομοίως και οι άλλοι δύο. — Μου έβγαλε την ψυχή ανάποδα, το διαολόσκυλλο, είπεν ο· Μπαμπούκος, να τρέχω να τον κυνηγώ. Ήτον πράγματι πολύ ωργισμένος.

Μα, ας έχης χάρι, που είνε μπροστά η γυναίκα σου». Και φεύγοντας μουρμούρισε: «... που δε σούπρεπε, κακομοίρη...» Είπα να σηκωθώ να τον γκρεμίσω, μα βαστήχτηκα πάλι. Ας πάη στο διάολο, είπα μέσα μου, κι' ας μείνω με τα λόγια του. Έφυγε. — Κ' είχε μούτρα να σε ζυγώση σήμερα! είπε ο Βαγγέλης· χαρά στην αδιαντροπιά! — Τον είδατε! Τι σας να πω... — Ας τον να κουρεύεται! είπε ο Μήτσος.

Αλήθεια επέρασε πολύς καιρός, μα στα υστερνά έγινε καλά το παιδί μου. Σαν έγινε καλά, εσηκώθη να φύγη. — Πού θα πας, παιδί μου; — Στην αρραβωνιαστική μου, μητέρα, στον πεθερό μου. — Και τι θα πας σε τέτοιο πεθερό, παιδί μου; άφησέ τον να κουρεύεται! — Όχι, μητέρα, δεν γίνεται. Πρέπει να μάθη, πως δεν είμαι ούτε προδότης, ούτε άνανδρος άνθρωπος. Πρέπει να μιλήσω μαζί του. Έτσι εσηκώθηκε κ' επήγε.

Γιατί κι' εγώ, σαν τύχη ανάγκη φυσική 'στόν δρόμο να με σφίξη, πηγαίνω προς εκεί, που πάσα μας ανάγκη ρητώς απαγορεύεται;..... Θεούλη μου, τι κόσμος!... ας πάη να κουρεύεται. Θεέ μου, τι κόσμος !... πολλάκις το είπα... μου πίνει το αίμα κι' ο ψύλλος κι' η σκνίπα, και όμως δεν έχω ποτέ μου το θάρρος να ρίψω μακράν μου του βίου το βάρος.