United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός κι' η γυναίκα προσπάθησαν με κάθε τρόπο να με παρηγορήσ'ν, και στα υστερνά μώταξαν να με κάν'ν παιδί τ'ς και να μ' αρραβωνιάσ'ν με την μοναχοθυγατέρα τ'ς! Δεν είταν βολετό να παντρευτώ ποτέ εγώ στα ξένα, αλλά ο θάνατος της μάννας μ'.. — Στάχτη στη γλώσσα τ'ς, παιδάκι μ'!..... Διέκοψε η κάκω η Μήτραινα με θυμό...

Στα νιάτα σου αν οκνεύεις, Κακά υστερνά πορεύεις. Ψ ά ρ ι μ ε τα Ψ α ρ ό π ο υ λ ά τ ο υ. Μη, παιδιά, ξεμακραίνετε τόσο Οχ το δρόμο, 'που εγώ σημαδεύω. Ποταμιου προς το βάθο με θάρρο Τρέξτε παίζοντας όσο ποθάτε. Σε ριχά μη γελιέστε και σ' άκραις Να ζυνόνετε ολότελα εκείθε· Είν' οχτροί λογιαστοί να σας βλάψουν· Φύλαχτήτε μη άδικα αντέστε.

Αλήθεια επέρασε πολύς καιρός, μα στα υστερνά έγινε καλά το παιδί μου. Σαν έγινε καλά, εσηκώθη να φύγη. — Πού θα πας, παιδί μου; — Στην αρραβωνιαστική μου, μητέρα, στον πεθερό μου. — Και τι θα πας σε τέτοιο πεθερό, παιδί μου; άφησέ τον να κουρεύεται! — Όχι, μητέρα, δεν γίνεται. Πρέπει να μάθη, πως δεν είμαι ούτε προδότης, ούτε άνανδρος άνθρωπος. Πρέπει να μιλήσω μαζί του. Έτσι εσηκώθηκε κ' επήγε.

Και το συμπέρασμα, πάντα ελπίδα, πάντα παρηγοριά, πάντα πιο καλότυχα υστερνά. Καθώς θυμούμαστε, ήρθε τέλος η βασιλική η συχώρεση. Φτάνουν οι ταχυδρόμοι στην Αντιόχεια με τα νέα, και ανεβαίνει ο Χρυσόστομος στον άμπωνα και με λόγια ολόχαρα σκορπάει του λαού τη θλίψη. Όρια δεν είχε η χαρά τους και τελειωμό δεν είχαν τα πανηγύρια τους.

Θυμάται ακόμα και κάποια λόγια που λέγανε στο σπίτι «Αυτό το καράβι θα φέρη τα προικιά της Ταρσίτσας». Δεν καταλάβαινε τότε τι θα πη προικιά, μα της έφτανε πως κάτι θα της έφερνε το καράβι και ταγαπούσε και το καμάρωνε. Έτσι ανάκατα και χωρίς τάξη, τα πρώτα υστερνά και τα υστερνά πρώτα, περνούσανε μπροστά στα μάτια της Ταρσίτσας οι μέρες της ζωής της.

Και ο αγέρωχος μην, ήρχισε να ζητή μέσον εκδικήσεως, ενώ χάλαζα ογκώδης μετά σφοδρού ανέμου εξηκολούθει δεικνύουσα εις τους ανθρώπους την οργήν αυτού, πάντες δε εψιθύριζον με απορίαν: — Να ο γέρω Μάρτης· τώλπιζες τόρατα υστερνά του να φερθή έτσι; Αλλά δεν ανησυχούν και πολύ.

Μα ο Αριστόδημος πειράχτηκε· πήρε για προσβολή τα υστερνά λόγια του Αλαμάνου. — Να είστε βέβαιοι, είπε από τη θέση του, πως και άνευ της Ελπίδος το σπίτι των Ευμορφόπουλων δεν θα εγίνετο κτήμα ουδενός· ναι, ουδενός ! — Πιθανόν είπε ο Αλαμάνος. — Όχι πιθανόν· είνε βέβαιον ! είπε ο Αριστόδημος ορθοστεκάμενος. Τόσο βέβαιον όσο πως είμ' εγώ που σας ομιλώ τώρα.

Τα υστερνά σύννεφα, που έκαναν το ηλιοβασίλεμα σα φλωρένιο κάμπο, λίγο κατ' ολίγο έγειναν μαύρα, φοβερά, κι' έλαβαν χίλιων λογιών μορφές, κι' η Νύχτα, που άρχισε ν' απλώνη τα φτερά της, έδινε ένα γλυκό φίλημα στο πρόσωπο της Ημέρας, που έφευγε, γέροντας πίσω από το φωτεινό όχτο, που φκιάνουν οι κορφές των βουνών, κι' επήγαινε περίλυπη να θαφτή στην απέραντη νεκρόπολη των περασμένων.

Φώναξε τότες ο λαός αναγαλλιασμένος «Πολλά τα έτη» και της Βασίλισσας και των αρχόντων, διάβασε ο Γραμματικός τα υστερνά λόγια της βασιλικής ομιλίας, γεμάτα κι αυτά συβουλές και καλοπιάσματα, και κατέβηκε τέλος η Αριάδνη από το κάθισμα.