United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σκέφτηκε μόλις τελειώση τα βιβλία του Αριστόδημου να τραβήξη για το σπίτι της Ελπίδας. Ήξερε πως εκεί δε θα βρη ούτε βιβλία ούτε χερόγραφα. Μα πίστευε πως η κόρη με την ανοιχτή καρδιά της θα τον γνώριζε άσφαλτα με την ψυχή των Ευμορφόπουλων. Όχι του περασμένου καιρού τους Ευμορφόπουλους παρά τους τωρινούς.

Πήρε το κέντημά της, το μεγάλο κέντημα που είχε απάνω την Ιστορία των Ευμορφόπουλων και το κάρφωσε φαρδύ πλατύ στον τοίχο του γραφείου. Το κρέμασε ίσα κοντά στο άγαλμα της Δόξας κι ανάμεσα στις βιβλιοθήκες. Έπειτα έκατσε στην ταράτσα κι άρχισε να πλέκη την κάλτσα της. Έπλεκε νευρικά και συχνοκύτταζε το δρόμο, ανυπόμονη πότε να φανή ο Αριστόδημος. Δεν πέρασε πολλή ώρα και να τος ο καλός σου.

Το ψυχομάχημα, ο θάνατος, το πένθος, οι ετοιμασίες όλα ήταν για τη σκέψη του ψηφίδες που τούδειχναν μια θαυμαστή και μεγαλόπρεπη εικόνα. Σκυφτός άκουε το μυρολόγι της Ελπίδας κ' ένοιωθε το πνεύμα του να γυρίζη μέσα στα χερόγραφα των παλιών Ευμορφόπουλων. — Εγώ σε βεβαιώνω, είπε άξαφνα με φαρμάκι στο Θεομίσητο, πως και τα παιδιά έχουν την ψυχή της μάννας τους.

Πρι να βγη από τον τόπο του είχε ακουστά για το τρυφερό λατσούδι που φύτρωσε λάουλάου δίπλα στο γέρο έλατο. Μα τ' άκουσε και το πίστεψε ασήμαντο. Τόλεγε κ' εκείνος μούσκλι που φύτρωσε απάνω στο θεϊκό κορμό των Ευμορφόπουλων από τα βρωμόνερα και τον κουρνιαχτό της ανεμοζάλης. Μα τώρα που το είδε με τα μάτια του άλλαξε γνώμη.

Και τα παλάτια του Χαγάνου, που φωνάζει, ακόμη το αίμα των Ευμορφόπουλων, αυτός σώνει και καλά να τα ονοματίση δικά του. Φαντάσου λοιπόν αν τούδινε και τέτοιο πάτημα! Θα σήκωνε τον κόσμο στο ποδάρι με τις φωνές του; — Πού βρέθηκε απόγονος του Ευμορφόπουλου αυτός ο λωβιασμένος; Φυλαχτήτε λέω να μη σας πάρη με τα ψέμματα την ελεημοσύνη σαςΚαι τότε τι θα γινότανε ο Αριστόδημος;

Αν πάθουμε αυτό το κακό που λέωκαι σας βεβαιώνω πως θα προσπαθήσουμε να μην το πάθουμετι θα κάμετε, παρακαλώ ; Θα ραντίσετε με λίγα δάκρυα τους τάφους των Ευμορφόπουλων και θα γυρίσετε στο άλλο πλευρό. — Αχάριστε! του φώναξε με αγανάχτηση ο Αριστόδημος σφίγγοντας τα δόντια του. Σ' αυτούς τα λες που μας αγαπούνε τόσο; — Κακομοίρη! τι αγαθός που είσαι! είπε ο Δημητράκης με λύπη.

Κάθε τι που χρησίμεψε στη ζωή των αρχαίων Ευμορφόπουλων και κάθε τι που στόλισε τη θανή τους, κοίτονταν οργυιές του βάθου και πρόσμενε υπομονητικά το σκαφτιά, σαν την κοιμάμενη βασιλοπούλα στο σκοτεινό της πύργο το βασιλόπουλο. Ναοί και θέατρα, σαρκοφάγοι και σταμνιά, δακρυδόχοι κι αγάλματα κάθε λογής, θάμπωναν τώρα τον ήλιο με την αμολόγητη χάρη τους.

Για να τους ευχαριστήση μάλιστα εκόλλησε το Ευ στο επίθετό του. Και για να τους θαμπώση περισσότερο έδωκε στον πρωτότοκό του έν' από τα ονόματα που συνείθιζαν οι πρόγονοί του! Αφού το ρούχο κάνει τον άνθρωπο, ορίστε και το ρούχο· σκέφτηκε. Πήρε και μια κάσσα γεμάτη με βιβλία και την άδειασε απάνω του. Ήταν τα βιβλία που έτρεφαν συχνά το νου και το αίστημα των παλαιών Ευμορφόπουλων.

— Η ψυχή των Ευμορφόπουλων ίδια κι απαράλλαχτη· διάβασε κυττάζοντας κατάματα την κόρη. — Εύγε του· είπε η Ελπίδα ενθουσιασμένη. Ακκούμπησε στον ώμο του κι άρχισαν να ξεφυλλίζουν το βιβλίο και να τρώνε με το μάτι τις σελίδες του. Ήταν αλήθεια βαθιάς σπουδής σύγγραμμα.

Έκαιγαν για να κάψουν, σκότωναν για να σκοτώσουν κι απάνω στη στάχτη της πυρκαγιάς και στα θύματα του φονικού, χόρευαν τραγουδώντας μαγικούς σκοπούς σαν δαιμόνια. Αλήθεια ήρθε καιρός που πλήρωσαν την απονιά τους από τα χέρια των Ευμορφόπουλων. Όχι όμως όσο τους έπρεπε. Οι πάπποι του Αριστόδημου εφάνηκαν πολλές φορές παλληκάρια· μα δεν είχαν φυσικό τους και την εκδίκηση.