United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Χαγάνος τα γνώριζε και δεν έδινε πίστη στα λόγια του. Μα δεν το φανέρωνε. Του άρεσε να βλέπη να μακελλοκόβωνται μπροστά του κ' έδινε μάλιστα συντρομή στον αδύνατο για ν' αδυνατίζη ο ισχυρός. Ήξερε πως απ' αυτό κρεμότανε η δική του ζωή. — Καλά, είπε τώρα· καλά τα λόγια που λες μα δε δείχνουν το ίδιο και τα καμώματά σου. Ο Μορφόπουλος ησύχασε τώρα και κυττάει τη δουλειά του. Μα εσύ. ..

Και βρήκε του Πριάμου το γιο τον κοσμοξάκουστο στον κάμπο εκεί, όχι χάμου στρωμένο πια, μον κάθουνταν, κι' ότι είχε συνεφέρει 240 και γύρω γνώριζε ξανά, κι' ο ίδρος το ζιχούνι σταμάταε, αφού τον ξύπνησε τ' Αστράφτη πάλε η γνώμη. Και πήγε στάθηκε κοντά του Δία ο γιος και τούπε «Λεβέντη του Πριάμου γιε, πώς χώρια απ' όλους στέκεις εδώ μισόνεκρος; Σαν τι κακό σε βασανίζει245

Ως τόσον τον Αβικένα, διά την χάριν την μεγάλην που έκαμε, τον εκράτησα εις την αυλήν μου, και του έκαμα τες μεγαλύτερες τιμές που ένας βασιλεύς ημπορούσε να κάμη προς έναν, από τον οποίον γνώριζε την ευτυχίαν του.

Άραγε και ότι εξασκώ το ίδιον επάγγελμα με εκείνην, το ήκουσες και αυτό; Θεαίτητος. Διόλου δεν το ήκουσα. Σωκράτης. Αι λοιπόν γνώριζέ το από εμέ. Αλλά μην τύχη και με καταδώσης εις άλλους. Διότι εγώ, καλέ φίλε, το έχω μυστικά αυτό το επάγγελμα. Αυτοί δε επειδή δεν το γνωρίζουν δεν διαδίδουν περί εμού αυτήν την είδησιν, αλλά λέγουν ότι είμαι πολύ ακατανόητος και κάμνω τους ανθρώπους να απορούν.

Γνώριζε πως όσα έγραφα εκεί για τους ανθρώπους βλασταίνανε από τις μακριές ομιλίες μεταξύ μας κ' είταν ευχαριστημένη που την ονόμαζα ζωντανό σημειωματάρι μου, σημειωματάρι που βαστούσε ασφαλέστερα παρά κάθε γραφή τους στοχασμούς μου και μου τους ξαναέδινε δροσερούς και ξανανιωμένους.

Χωρίς ναλλάξουμε λέξη, γεμάτοι από την παράξενη διάθεση, που κυρίευε και τους δυο μας και που φαινότανε πως μεγαλώνει με κάθε νέα τοποθεσία που μας ανοιγότανε, καθόμαστε χεροπιασμένοι κι αφίναμε να μας πλημμυρίζουν οι ανάμνησες, ξέροντας καλά πως ο ένας γνώριζε ό,τι συλλογιζόταν ο άλλος.

Το αγΚαλίασμα εκείνου του άγνωστου άντρα που ήρθε ποιος ξέρει από πού, από τους δρόμους του κόσμου, της προκαλούσε έναν αόριστο φόβο, γνώριζε όμως καλά τις υποχρεώσεις της φιλοξενίας και δεν μπορούσε να τις παραβεί. «Μπες μέσα. Θέλεις να πλυθείς; Θα ανεβάσουμε μετά επάνω την βαλίτσα. Θα φωνάξω μια γυναίκα που μας υπηρετεί….. Τώρα είμαι μόνη στο σπίτι….. και δεν σε περίμενα…..»

Ναι, φοβούμαι πως μιλούσε μαζί τους γι' αγάπη και για γάμο, γιατί γνώριζε τη γλώσσα τους, όσο κανένας άλλος κ' ίσως ακόμα με τη δύναμη, που είχε η φαντασία της, είχε αρχίσει να αιστάνεται πως είναι πεθερά. Δεν ωφελούσε τίποτες ανίσως δοκίμαζε κανείς να πάρη την αγάπη του Σβεν από την αστεία όψη της.

Τα είχε μάθει κ' η θεια η Φρόσω τα βρώμικα από κείνη την ταχινή. Μα γνώριζε και τις ενέργειες του Παππά Χαραλάμπη. Ο Εφημέριος μάλιστα σε κείνηνα πρωτοπήγε σα γύρευε το Δημήτρη να τα βολέψη μαζί του. Κ' ίσως να τα γνώριζε από τα πριν η γριά, κάτι θα σοφίζουνταν, κάτι θα προλάβαινε. Σαν κλέφτης μπήκε ο Δημήτρης, και σα μωρό παιδί καμώνουνταν πως δεν είχε πια τίποτις, πως έστρωσαν όλα.

Εκείνος την κοίταξε με τα αδιάφορα μάτια του, όπως ενός ζώου, και δεν είπε αν θα πήγαινε ή όχι στη γριά. Καθώς γνώριζε ότι οι κυράδες του εκείνη την ώρα εξομολογούνταν, ξεφορτώθηκε το δισάκι, το απόθεσε στο σκαλοπατάκι και κάθισε να τις περιμένει. Οι τσουκνίδες του τρύπησαν τα χέρια.