United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κοιμήθηκε στη στιγμή η Μαριανθούλα με τη γλυκειά ιδέα, πως το πρωί, άμα θα έρθ' από την εκκλησιά, θάτρωγε γκουλιάστρα, αυγά, τυρί, μανέστρα, και κόττα δύο λογιών: βραστή και ψητή, αλλ' η καημένη η γριά δε μπορούσε να κλείση μάτι.

Μέσα σε τέτοιο πέλαγο, βαθύ μελανιασμένο, Έν' ακρογιάλι μακρυνό, το μάτι του Θανάση Ξανοίγει που τους έκραζε . — «Παιδιά, ς' το Μοναστήρι...» Και δρασκελίζουν πεταχτά τη σιδερένια φράχτη Πωλόγυρά τους έπηξε... Σεισμός το πέρασμά τους.

Και αυτοί μου το παράχοσαν μπαλώματα στης τρύπαις. Μον τα Ποντίκια αν δε βοηθώ, μηδέ και τα Μπακάκια Ακόμα τα συχώρεσα οχ την παλιά μου κάκια. 390 Τι μια φορά οχ τον πόλεμο περίσια αποσταμένη, Γυρίζοντας ν' αναπαυτώ σε στρώμα πλαγιομένη, Ολονυκτής δεν μ' άφηκαν μιαν ώρα να σιγήσω, Οχ της μεγάλαις τους φωναίς το μάτι μου να κλείσω.

Αλλ' είχε πάρει την πληγήν κ' εκείνος, που κατόπιν του έφερε τον θάνατον. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Με τούτο μαρτυρείτε ω επουράνιοι κριταί, ότ' είσθ' εκεί επάνω και γρήγορα παιδεύετετην γην τα κρίματά μας. — Ω Γλόστερ! Του ετύφλωσε το ένα 'μάτι είπες; Αυτό μ' αρέσει εξ ενός! Αλλ' όμως είναι χήρα εκείνη, και πλησίον της τον έχει τον Εδμόνδον.

Είχε ένα ακατάπαυστο μίσος για μένα και δεν έχανε ευκαιρία να το δείχνει. Τώρα που με είχε στο έλεός του, ήξερα ότι δεν θα έδειχνε οίκτο, και βέβαια είχα δίκιο. Τρελός από θρίαμβο και μανία, ήρθε στην φυλακή μου και μου ξέσχισε το δεξί μου μάτι. Έτσι το έχασα. Ο καταδιώκτης μου όμως δεν σταμάτησε εκεί.

Η χήρα όπου έστεκε και όπου επερπάτει, ενόμιζε πως έβλεπε τον ίσκιο του φιλτάτου, κι' εθόλωνε με δάκρυα το καστανό της μάτι, όσαις φοραίς εψέλλιζε τ' ωραίον όνομά του. Κι' εμέ — ω φρίκη! — μ' έτρωγε ο μαρασμός κι' η ζήλεια, από 'δικούς μου η Αζόφ αντήχει στεναγμούς, κατάραις εψιθύριζαν τα κίτρινά μου χείλια, και ήκουα τριγύρω μου εχίδνης συριγμούς.

Το μακρύ βέλος σφυρίζει στον αέρα, ταχύτερο από χελιδόνι και γεράκι, βγάζει το μάτι του προδότη, ξεσκίζει το μυαλό του, σαν τη σάρκα μήλου, και σταματάει παλλόμενο απάνω στο κρανίο. Δίχως κιχ, ο Γκοντοΐν σωριάζεται και πέφτει απάνω σ' ένα στύλο. «Και τώρα φίλε, φεύγε, λέει η Ιζόλδη στον Τριστάνο. Το βλέπεις οι προδότες ανακάλυψαν το καταφύγιό σου. Ο Αντρέ ζη, θα το προδώση στο Βασιληά.

Εισέρχονται ο ΛΗΡ, ο ΚΕΝΤ και ο ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ. Πήγαινε συ εμπρός να δώσης αυτά τα γράμματα. Μην ειπής εις την κόρην μου τίποτε από όσα ηξεύρεις, εκτός αν σε ερωτήση εκείνη, αφού αναγνώση, το γράμμα. Αν δεν κάμης γρήγορα, θα είμαι εκεί, προτού φθάσης εσύ. ΚΕΝΤ Δεν θα κλείσω μάτι αφέντη μου πριν της δώσω τα γράμματα. Απέρχεται.

Και παντρεμμένος, έρωτα, για σε ας λαχταρώ . . . ω! αν μας έλειπε κι' αυτός ο γυιός της Αφροδίτης, και πάντοτε και μάλιστα σε τούτο τον καιρό, που πρέπει το ελάχιστον να ήσαι τραπεζίτης, γυναίκα δεν θα έβλεπαν 'στο μάτι των ποτέ οι αμελείς φιλόσοφοι καθώς κι' οι ποιηταί.

Όμως, ξαφνικά θε ν' αρπαχτούμε την ημέρα την εσχάτη κι' ίσαμε να κλείση ανθρώπου μάτι, άυλα τα κορμιά σας θα βρεθούνε· οι Πιστοί θα τυλιχτούνε μέσ' στα σύννεφα, και εις τους ουρανούς ωσάν τους ταξειδιάρικους τους γερανούς κοπάδι θε να τρέχωμε, για να προϋπαντήσωμε με ψαλμωδίες τον Κριτή. Σπρώξτε την απ' εδώ. . . Οι Στρατιώτες σπρώχνουν την Προφήτισσα και την βγάζουν από κει πούρθε.