United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στα κόλυβα του χρόνου πια, μην τα ρωτάς, παιδί μου! Τύφλα νάχουνε όλα τα μαντζούνια κι' όλα τα κουκουνάρια του κόσμου, μπροστά στη θλίψι της χηρείας. Μονάχα οι μαννάδες απομείνανε, συφορά τους! να κλαίνε τα πεθαμμένα τους παιδιά... Όσο για τον Καπετάν-Πρέκα ούτε λόγος να γίνεται. Γέρος άνθρωπος, ένα σάψαλο εκεί, σαράντα χρόνια παντρεμμένος, αυτό τούλειπε. Να πάη ν' ανταμώση την τρυγόνα του!

Και ζωντανεύει ολάκερος ο νηός ο παντρεμμένος. Ξυπνούν τα 'μάτια τα σβυστά, ανοίγουνε τα χείλη Κι' απάνω τους χαμόγελο γλυκό-γλυκό χαράζει.

Και την εφίλησε γλυκά 'ςτά μάτια και 'ςτό στόμα. — Ρώτησα εγώ χίλιους γιατρούς. Κι' αν θέλης για να γειάνω Από τα Μήλα τα Χρυσά να πας και να μου φέρης. Έφεξε η δεύτερη αυγή και πριν να δώση ο ήλιος Καββαλικεύει τ' άλογο και φεύγει ο παντρεμμένος, Και 'πήγε ναύρη τα Χρυσά τα Μήλα να τα φέρη, Για να τα φάη η γυναίκα του να ξαναγειάνη πάλι. 'Στο δρόμο μάγισσα 'ρωτά, πούν' τα Χρυσά τα Μήλα.

Με μιας το κάστρο τ' άνοιξα, τον πήρα 'ςτά παλάτια, Τον έλουσα, τον άλειψα ροδόνερο και μόσχο, Και τώστρωσα να κοιμηθή γιατ' είνε αποσταμένος. Γυρίστε, μην πεζεύετε· και για δική μου αγάπη Θα πάτε πέρα, αδέρφια μου, 'στ' απάτητο περβόλι, Πούναι τα Μήλα τα Χρυσά που τα φυλάει ο Δράκος, Να πάρτε, να του φέρετε, γιατ' είνε παντρεμμένος, Κέχει γυναίκα ωμορφονιά που είν' άρρωστη 'ςτό στρώμα.

Δεν θέλω γέρους να κυττώ, που κάποτε ασπρίζουν και κάποτε με μια βαφή σαν την σουπιά μαυρίζουν. Δεν θέλω πλέον να κυττώ τας εκλεκτάς κυρίας να πιάνωνται νυχθημερόν με τας υπηρετρίας, δεν θέλω τα φουστάνια των να με γεμίζουν σκόνη, δεν θέλω νάμαι άγαμος, αλλ' ούτε παντρεμμένος, δεν θέλω Ρήγας σπαθωτός εμπρός μου να φουσκώνη σαν ένας γέρο-βάτραχος από νερό πρησμένος.

Κ' επιάστηκαν σε πόλεμο, και επιάστηκαν σ' αμάχη, Ποιος ζήση απ' όλους να ριχτή την ώμορφη ν' αρπάξη. Ο παντρεμμένος έφτακε καββάλα 'ςτ' άλογό του. Κ' εκεί που εκείνοι αμάχονται και ένας χτυπάει τον άλλον, Βγάζει το δαμασκί σπαθί, οφίγγεται μέσ' 'ς τη σέλλα, Κεντάει τ' αλόγου τα πλευρά και ρίχνεταιτη μέση Χτυπάει εδώ και σφάζει εκεί κι' ολούθε τάφο ανοίγει.

Κι όλον το κόσμο αρώτησε, κ' όλος ο κόσμος του είπε: Να φάη τα Μήλα τα Χρυσά να ξαναγειάνη πάλι. Χτυπούν τ' αδέρφια τάλογα και χάνονται 'ςτόν κάμπο. Φέρνουν τα Μήλα τα Χρυσά. Τα παίρνει ο παντρεμμένος Καββαλλακεύει τάλογο και γέρνει 'ςτήν καλή του. Μήνες μονάχα επέρασαν.

Και παντρεμμένος, έρωτα, για σε ας λαχταρώ . . . ω! αν μας έλειπε κι' αυτός ο γυιός της Αφροδίτης, και πάντοτε και μάλιστα σε τούτο τον καιρό, που πρέπει το ελάχιστον να ήσαι τραπεζίτης, γυναίκα δεν θα έβλεπαν 'στο μάτι των ποτέ οι αμελείς φιλόσοφοι καθώς κι' οι ποιηταί.

Αγκαλιαστήκανε γλυκά κι' αδερφικά φιλιώνται Κι' ο παντρεμμένος τάλογο ταχυά καββαλλικεύει, Και διαπερνάει θάλασσαις και κάμπους και ποτάμια Και διαπερνάει και βουνά και πάει μακρυά 'ςτά ξένα. Δώδεκα χρόνια πέρασαν και δεκαπέντε μήνες. Ο αφωρεσμένος του αδερφός κ' η σκύλλα του η γυναίκα Γλυκά γλυκά αγαπήθηκαν και πέρναγαν μαζύ τους Και λησμονήθηκε τ' αντρός και τ' αδερφού η αγάπη.