United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βλέποντας τούτο ο προύχοντας σκιάχτηκε και φώναξε μ' όλα τα δυνατά του: — Τρέξ' όξω, σκύλλα Κώσταινα, με τη βουτσέλλα, λιγοθύμησ' ο ξένος!... Η Κώσταινα πετάχτηκε ξυπόλυτη έξω, κρατώντας στα χέρια της τη βουτσέλλα γεμάτη νερό κι' άρχισε να την χύνη στο κεφάλι του ξένου.

ΑΡΓΓΑΝ Μ' έκανες να βγάλω το λάρυγγά μου, κάθαρμα! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Και σεις μ' εκάνατε να σπάσω το κεφάλι μου. Είμαστε και οι δυο στην ίδια κατηγορία. Μ' άλλα λόγια, είμαστε απαγάδι. ΑΡΓΓΑΝ Πώς! πανούργα . . . ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αν εξακολουθήσετε σεις να με μαλλώνετε, θ' αρχίσω κ' εγώ να κλαίω. ΑΡΓΓΑΝ Να μ' αφίσης, κακούργα . . . ΑΡΓΓΑΝ Σκύλλα, θέλεις . . . ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αααάχ!

Ω βασιλέα αστόχαστε και αδύνατε, διατί να μη φυλάξης την σιωπήν; ηξεύρεις εσύ ποία ήτον η φωτιά, εις την οποίαν έρριξα το παιδί; εκείνη ήταν μία Λάμια, της οποίας εμπιστεύθηκα την ανατροφήν εκείνου του βασιλοπούλου· και η σκύλλα που είχες ιδεί ήτον μία Νεράιδα, η οποία μετά χαράς έλαβε το βάρος διά να αναθρέψη την βασιλοπούλα, και διά να πιστωθή, υπόμεινε διά να ιδής.

ΑΡΓΓΑΝ Τί; θέλει να μου στερήση ακόμα και την ευχαρίστησι να την μαλλώνω; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Μαλλώστε με όσο θέλετε· πολύ ευχαρίστως. ΑΡΓΓΑΝ Μ' εμποδίζεις, σκύλλα, και με διακόπτεις κάθε φορά. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αν βρίσκετε σεις ευχαρίστησι να με μαλλώνετε, πρέπει κ' εγώ να βρίσκω ευχαρίστησι να κλαίω. Καθένας το γούστο του δεν είν' έτσι; Αααάχ! ΑΡΓΓΑΝ Έλα, ας τελειώνωμε πεια. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Το σημερινό σας κλύσμα;

Αγκαλιαστά να βρης εκεί 'ςτό στρώμα να κοιμώνται Ο αφωρεσμένος σου αδερφός κ' η σκύλλα σου η γυναίκα, Για να γλυτώσουν σ' έστελναν για τα Χρυσά τα Μήλα, Που τα φυλάει ο Δράκοντας, να χάσης τη ζωή σου· Και σαν εγύρισες μ' αυτά, σ' επήραν 'ςτό κυνήγι Κ' εκεί σ' εσκότωσε ο αδερφός 'ςτόν ύπνο τον γλυκό σου, Τώρ' αρματώσου γλήγορα κι' ανέβα 'ςτ' άλογό σου Και σύρε εκεί και σκότωσε και κάμε τους κομμάτια.

Σκύλλα! πανούργα! Ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Λύσσα με πιάνει! Παληογύναικο, πήγαινε σ' όλους τους διαβόλους. Είνε σωστό ν' αφίνουν ένα δυστυχισμένον άρρωστο έτσι ολομόναχο; Ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Πόσον είμαι αξιολύπητος! ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Αχ, Θεέ μου! θα μ' αφήσουν να πεθάνω εδώ μέσα! ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν! ΑΡΓΓΑΝ Αχ! σκύλλα! αχ! κάθαρμα!

Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας• Όλα θα υπάγω να τα ειπώ του Τηλεμάχου, σκύλλα κακόγλωσση, για να 'λθη εδώ τετάρτια να σε κάμη».

Και αφού την φρικτή Χάρυβδι, την Σκύλλα, και ταις πέτραις, 260 φυγάμ', ευθύς εφθάσαμε 'ς τ' άγιο νησί του Ηλίου, οπού είν' η πλατυμέτωπαις ωραίαις αγελάδαις, και σαρκωμένα πρόβατα πολλά, κ' είναι δικά του. και ως ήμουν μεσοπέλαγα, μες το καράβι ακόμα, των αγελάδων άκουσα το μούγκρισμα μακρόθεν, 265 και των αρνιών το βέλασμα, 'πουτα μανδριά γυρίζαν. και ό,τι είχε ειπεί θυμήθηκα ο μάντης Τειρεσίας, και η Κίρκη, 'που τόσο πολύ μώχε συστήσ', η Αιαία, να φύγω το νησί του Ηλιού, 'που τους θνητούς ευφραίνει. και τότ' εγώ περίλυπος προς τους συντρόφους είπα• 270 «'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι• να μάθετε τι πρόλεγεν ο μάντης Τειρεσίας, και η Κίρκη, 'που τόσο πολύ μώχε συστήσ', η Αιαία, να φύγω το νησί του Ηλιού, που τους θνητούς ευφραίνει. μέγα κακόν, ως έλεγεν, αυτού μας περιμένει. 275 αλλά παρέξω απ' το νησί στρέψετε το καράβι».

ΣΗΜΕΡΑ τα Φώτα, το δειλινό της παραμονής του Άη-Γιαννιού, η κάκω η Μήτραινα, σαν όλες της παραμονές του Άη-Γιαννιού, έσφαξε μια παχειά και μεγάλη κόττα, από τες δέκα-δώδεκα κοττούλες, που είχε στην πλατύχωρη αυλή της, τη ζεμάτησε, τη μάδησε, και την έβαλε να βράση ακέρια, μέσα σ' ένα κακκάβι, συγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της παραστιάς τη νυφιάτικη την προκόβα της, έδεσε τη γκρινιάρα της τη σκύλλα στην κρικέλλα, και περίμενε, σαν όλες τες παραμονές του Άη-Γιαννιού, νάρθη ο ξενιτεμένος της ο Γιάννης, ξημερόνοντας του Άη-Γιαννιού.

Έπειτα η ιστορία των Μεγάρων, ο Νίσος και η Σκύλλα και ο πορφυρούς πλόκαμος, η εκστρατεία του Μίνωος και η αχαριστία του προς την ευεργέτιδα.