United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κάπταιν Νίκολς ενόμισε πώς ακόμη κατοικούμε ς' το Κάστρο. Πού να το μάθη ο πτωχός! Και έφερνε γύρω ς' το βράχο από το δειλινό. Αλλά μετά πολλά τον ωδήγησεν ένα τσομπανούδι. Βλέπετε, τα έμαθα όλα με ακρίβεια από το λιμεναρχείο, από τον ίδιο κάπταιν Νίκολς. Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη κρότος άλλος εις την θύραν, και συγχρόνως φωνή: «Άνοιξε, Μαργαρώ. Ο αδελφός σου, ο καπετάν Νικολάκης».

Ένα δειλινό, που ο χειμωνιάτικος ήλιος έκαιγε σα να ήτανε καλοκαίρι κ' οι αύρες της θάλασσας σκορπούσανε ανοιξιάτικες μυρωδιές, η Παυλίνα με τον καινούργιο της αγαπητικό γυρίζανε, σαν πάντα, φορτωμένοι κυκλάμινα κι' αγριοβιολέττες, απ' το μακρυνό τους περίπατο.

Ω! απάνου απ' τη χρυσή πεδιάδα, τούτο το πρωί της Κυριακής, άκουσε, σκυφτή, τον ήχο που σε κρίνει! Γύρισε πίσω. Πάντα ο πραματευτής στο στενό δρόμοπάντα η φωνή του στο δειλινό! Πάντα η φωνή του στην πορφυρή ώραόταν κάποιο φτωχό τζάμι της Αθήνας ανάβει απ' την ενθύμησι του ήλιου που έσβυσε!

Ζωγράφιζε τα νταβάνια και ζωγραφίζοντας στην ψηλή τη σκαλωσιά σφύριζε και τραγουδούσε τους καϋμούς της αγάπης. Και τραγουδώντας πήρε την καρδιά της Αννίτσας. Η Αννίτσα πάλι κεντούσε κάθε δειλινό στο παραθύρι και, κεντώντας και βελονιάζοντας, πήρε την καρδιά του Αλέκου με τα χαμηλωμένα μάτια της. Αποβραδύς λούστηκε και χτενίστηκε.

Εκείνο το δειλινό είχε σπαργανίσει, καθώς έμαθον, μία νειόνυφη, η γυναίκα του Κώστα του Μπουλτογιάννη. Έξ εφτά μήνες είχαν περάσει απ' το γάμο. Η θεια Μορισώ εσκολίαζε, τώρα, κατά τον δικόν της τον τρόπο, το 'φταμηνίτικο ή το πρωιμάδι, που είχεν έρθη στον κόσμον αυτόν. Όλα τα συμβάντα του μικρού χωριού, τα όσα γίνονταν, και τα όσα δεν είχαν γείνη ακόμα, έτσι τα εσκόλιαζε.

Μα πώς εβολτατζάριζεν εδώ γύρω τόση ώρα! Είχε από το δειλινό από κάτω από το Κάστρο. Τώβλεπα τόση ώρα από το 'ρμάνι. — Μα σου είπα. από την μπονάτσα. Το ξούργιασαν τα ρέμματα. Ήταν για κάτω. — Έτσι άδειο για κάτω;

Τo δειλινό η Λιόλια κατέβηκε στην αυλή. Όλα γύρω της όπου έβλεπε το μάτι της, ήτανε χρυσωμένα μ’ ένα μάλαμα πορτοκαλλύ, ώριμο, παχύρρευστο σαν κάποιων παλιών κρασιών, με κάτι ήσκιους βγαλμένους από μέσα του μαβιούς, μενεξεδένιους, πορφυροπράσινους.

Κι ήρθα πάλι σ' εσέ δέντρο τρανό, με όλη ήρθα την αγάπη την παλιά μου, στον ίσκιο σου ν' απλώσω τα όνειρά μου στο μαγεμένο γύρω δειλινό. Ολόλαμπρος ό ήλιος πάει να γείρη χρυσώνοντας τις πράσινες πλαγιές, γελώντας στις ολάνθιστες φραγές και κάνοντας τον κάμπο πανηγύρι.

Κατά το δειλινό, σαν άρχισε να γέρνη ο ήλιος, ο ένας ο εργάτης, εκεί πού έσκυφτε στη δουλειά του, κι' ο Γιάννης, με το τσιμπούκι του αναμμένο, εκάθητο σ' ένα μεγάλο κούτσουρο, και τον εκύτταζε πώς δουλεύει, δύο-τρία βήματα παρέκει, εκεί ο εργάτης βρίσκει κάτω στη γης ένα τάλλαρο, κολοννάτο.

Κι άξαφνα χοντρές χοντρές στάλες βροχής άρχισαν να πέφτουν με ξερό κρότο στο χρυσόστρωμα των ξερών φύλλων τρυπώντας τα. Κ' η φύση όλη τότε άρχισε να κλαίη με βαθύτατη λύπη, μ' ένα παράξενο κλάμμα την ομορφιά της που χάνουνταν πόσβυνε... Κάθε δειλινό με τη λιακάδα έκανα περίπατο στα λιοστάσια της εξοχής.